Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Η Εξομολόγηση του Υπερόπτικ


Σαρκάστικ δεν την παλεύω μία ρε.
Είδα σήμερα στον ύπνο μου, λίγο πριν ξυπνήσω, ότι βρισκόμουν μαζί με μια συμμορία, φίλους, σε ένα σκοτεινό υπόγειο με πρασινωπό φως, όπου στους τοίχους ήταν γραμμένα ακατανόητα σύμβολα με χοντρό κάρβουνο, και έπρεπε να αποκωδικοποιήσω τα σύμβολα - ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΧΘΕΙ ΕΝΑΣ ΦΟΝΟΣ - , και όλοι μιλάγανε, για διαδικαστικά πράγματα, και μόνο εγώ ασχολιόμουνα με τα σύμβολα, αλλά δεν ανήκανε σε καμία γνωστή γλώσσα και δεν μπορούσα να καταλάβω χριστό όσο και αν τα κοίταγα. Κι έπειτα κατάλαβα ότι ο φόνος είχε ήδη γίνει, με αυτή τη στιφή αίσθηση της αργοπορημένης επίγνωσης που σκάει στον ουρανίσκο σαν τσαγκό ξηροκάρπι, και μάλιστα από το πώς μου φέρονταν οι άλλοι, κατάλαβα ότι εγώ ήμουν ο εγκέφαλος, εγώ είχα οργανώσει το φόνο, και οι άλλοι περίμεναν από μένα καθοδήγηση γιατί ήμασταν συμμορία, και εγώ όχι μόνο δεν μπορούσα να σκεφτώ τι πρέπει να γίνει τώρα, αλλά ούτε και να θυμηθώ ποιος ήταν το θύμα. Οπότε δε μιλούσα καθόλου σαν τον ηγεμόνα εκ δυτικής λιβύης, και προσπαθούσα εντατικά να θυμηθώ τι γίνεται και ποιός πέθανε και γιατί, και δεν μπορούσα να ρωτήσω κανέναν τι συμβαίνει γιατί υποτίθεται θα έπρεπε να ξέρω τα πάντα, ενώ παράλληλα είχα τη διαβρωτική αίσθηση ότι όλη αυτή η κατάσταση ήταν απίστευτα λάθος.
Και μετά μέσα στη βαβούρα ποιός σκάει μύτη ρε Σαρκάστικ;
Ο Μπάουι.
Ο Μπάουι από τα έιτις που ήρθε με ένα μεταχειρισμένο και κωλοφτιαγμένο όπελ που το χε κάνει σα φερράρι, φορούσε τζην και ένα γυαλιστερό καφέ πέτσινο και είχε μαλλί πλατίνα φουσκωτό, και τον κοίταγα και έλεγα κοίτα να δεις ο Μπάουι, άμα κρίνω από το κούρεμα η περσόνα του είναι από τα έιτις, και κοίταγα τη φάτσα του και ήταν «αγέραστος», και σκεφτόμουνα ρε το Μπάουι καλά κρατιέται.
Ο οποίος έσκασε υπερανετίδης να με πάρει με το αμάξι, για να με πάει κάπου που έπρεπε να πάω, και μπροστά στη μιζέρια του υπογείου που ήμασταν όλοι, εκείνος έλαμπε και έκανε διάφορα υπεράνω υπεροπτικά αστεία και σταριλίκια, και έκανε έναν κουλ χορό σε φάση Τραβόλτα, αλλά το βασικό ήταν ότι με ψιλοκάλμαρε κι όλας, του τύπου, έλα ρε μην τρελαίνεσαι, ντάξει θα τη βρεις την άκρη, και μετά συζήταγε με τους άλλους πώς θα μοιράσουμε τα αμάξια, και ξαφνικά ήταν απίστευτα διαδικαστική και αυτή η φάση, και είχε μπει ο Μπάουι με τους άλλους σε βαρετή διαδικαστική συζήτηση για το πώς θα φύγουμε και πώς θα μοιράσουμε τον κόσμο, κι εγώ ήξερα ότι και που θέλαμε να φύγουμε, παρά το γκεσταριλήκι του μπάουι, δεν θα ήταν εύκολο, γιατί για να βγεις από το υπόγειο υπήρχε ένα σύστημα με πτυσσόμενες πλατφόρμες και διαδρόμους «σαν αυτούς που χρησιμοποιούν στη διώρυγα του Παναμά», που αυτά ο Μπάουι στάνταρ δεν τα είχε υπολογίσει, οπότε στο τέλος βαρέθηκα να ασχολούμαι και παραιτήθηκα και απλά παρακολουθούσα το Μπάουι να οργανώνει μάταια την έξοδο από το υπόγειο μαζί με τους άλλους , ενώ ακόμα αναρωτιόμουν ποιος να είχε πεθάνει και γιατί, και στο τέλος σκέφτηκα ότι ξέρω ποιος έχει πεθάνει, χωρίς να το πω στον εαυτό μου, (δηλαδή τώρα ως ξύπνιος Υπερόπτικ όντως δεν ξέρω, ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ) αλλά καλύτερα να το ξεχάσω και αυτό, όπως όλα τα υπόλοιπα.

Λέω να μην το ερμηνεύσω καθόλου μωρέ και να σουμπλιμάρω κατευθείαν με τέχνη, μια που έπλυνα και το σκουπιδοντενεκέ.


"Άγχος/Βαρυστομαχιά, η οξείδωση της μνήμης"
Υπερόπτικ , 2011



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.