Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

για τη φάση


Άλλο ένα τσιγάρο τέλειωσε είπε ο Υπερόπτικ. Και παλιά θυμόμουνα κάθε τσιγάρο, μέχρι που αφιέρωνα τσιγάρα, τώρα πια τίποτα, τελειώνουνε χωρίς να τα πάρω χαμπάρι. 
Θυμάσαι ρε Σαρκάστικ τότε που κρεμόμασταν από τα μπαλκόνια και χαζεύαμε τα τρένα; α ρε παλιές καλές εποχές. 
Κι εκεί που ο Υπερόπτικ έσβηνε ακόμα ένα ξεχασμένο τσιγάρο, αναπολώντας εποχές που περάσανε, σκάει μύτη η αστυνομία του φιλότιμου.
Και τον πετάει στον τοίχο και τον ρίχνει στο φιλότιμο.
Και ο Υπερόπτικ ξερνάει όλες του τις παλιές αμαρτίες και υπόσχεται τούδε και στο εξής να είναι τύπος και υπογραμμός.
Και φοράει κουστουμιά και βρίσκει και δουλειά, και ξυπνάει την ίδια ώρα κάθε μέρα και αγωνίζεται.
Και αρχίζουν να του φαίνονται σαν όνειρο οι εποχές που χάζευε στα υψίπεδα του Μπέργκμαν και του Σεφερλή και του Ρενέ και του βρωμιάρη Ντελέζ, και γίνεται γραφικός νοσταλγός αισθηματίας μαλακοπίτουρας και βαρετός τύπος που πασχίζει να κάνει τις άκρες να συναντηθούν μεταφράζοντας επιθυμίες σε εργαλεία. 

Κι έρχεται μια χοντρή κυρία στο γραφείο του Υπερόπτικ και του λέει ότι δεν της σηκώνεται πια. 
Ε τι να κάνουμε λέει ο Υπερόπτικ και προτείνει καθημερινά χαστούκια - εγγυημένη φροϋδική θεραπεία, συνιστάται και από λακανικούς και από λακωνικούς, θα σας κάνει περδίκι.

Αλλά ο Υπερόπτικ δεν είναι ακόμα έτοιμος να παραδώσει τα όπλα.

Τα όπλα δεν παραδίνονται ποτέ, λέει ο Υπερόπτικ.

Και εκεί που η χοντρή κυρία ετοιμάζεται να πληρώσει τον Υπερόπτικ σε σουτζουκάκια, ο Υπερόπτικ δίνει μία - ΤΣΑΑΑΑΚ

Και γίνεται αλλιγάτορας!





Και πετάει από το παράθυρο κατευθείαν στη λίμνη του αμαζονίου χαχανίζοντας:

Κάπου εδώ πρέπει να είναι και ο Σαρκάστικ…………….. ΧΑΡ ΧΑΡ ΧΑΡ

ΧΑΡ ΧΑΡ ΧΑΡ....

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

der graalis der archetypen der hystereopticum marinae


Και τότε ο Υπερόπτικ βούτηξε στα γαλανά νερά σαν να ήταν να συναντήσει εκείνον τον πρόγονο του ανθρώπινου είδους που υπήρξε το πρώτο αμφίβιο που είπε να βγει και λίγο έξω, για να του πει «αδερφέ αμφίβιο εγώ θα πάρω τον αντίθετο δρόμο!». Τα νερά βάθαιναν ολοένα και περισσότερο και ο Υπερόπτικ έκανε τη μεγαλύτερη βουτηχτή στη ζωή του - αλλά ήξερε ότι ο κόσμος των κοραλλιών και του βυθού σε λίγο θα του ανήκε όταν τα βράγχια θα άρχιζαν να σχηματίζονται στα πλευρά του.
Ο βυθός δε διακρινόταν καν όταν τα νερά άρχισαν να πλημμυρίζουν τα ανθρώπινα πνευμόνια του Υπερόπτικ, και ο Υπερόπτικ έκλασε μέντες - αλλά τότε ήχησαν στο μυαλό του τα λόγια του θείου Σαμ από τη διαφήμιση:  

- you can do it boy!!! This is america!!!!! Come on kick some fish ass you bloody bastard!!!!! You filthy cocksucker!!!!! Believe it and you will see it asshole!!!!!



Και ένα κύμα αμερικάνικης αυτοβοήθειας σάρωσε τις πενιχρές του αναστολές. Θα πήγαινε στο βυθό, θα κατάπινε τη σωστή ποσότητα νερού, θα ούρλιαζε τις μαγικές λέξεις χωρίς να βγάλει μπουρμπουλήθρες και, τσούπ! Τα βράγχια θα φύτρωναν μαγικά όπως το υποσχόταν το φυλλάδιο. 

Το φυλλάδιο που μέρες τώρα αποτελούσε το μοναδικό θέμα συζήτησης των Υπερόπτικ Σαρκάστικ, που άλλαξε δραματικά την τροπή των καλιφορνέζικων διακοπών τους, το φυλλάδιο που τυχαία έπεσε στα χέρια τους όταν τα μούλικα των Δημητροπουλαίων της διπλανής ξαπλώστρας ενόχλησαν τις ξεδιάντροπα αραχτές ξάπλες του αχτύπητου διδύμου με χειροποίητες λογής λογής σαΐτες πού φευγαν από τα λιγδωμένα χέρια τους σαν ανάλαφρα πουλιά το ηλιοβασίλεμα.

Τέρμα οι διακοπές, σκέφτηκε ο Υπερόπτικ και αποχαιρέτισε τις τελευταίες φυσαλλίδες οξυγόνου από τα πνευμόνια του. Εμπρός για το θαλάσσιο πλούτο! Και έδωσε μία με τα πόδια του για να χωθεί ακόμα πιο βαθειά στην υγρή άβυσσο που τον περίμενε. 

Όμως λέγανε οι παλιοί, και είχαν δίκιο: το πνεύμα μπορεί να κάνει κρα, αλλά η σάρξ είναι προδότρα σύζυγος που κοιτάει τη βολή της. Πιάνει το πνεύμα, του περνάει χαλινάρια και κουλούρα και το δένει στο αλώνι του συμβιβασμού υποχρεώνοντάς το να μυρηκάσει τη μετριότητά του μέχρι να πει αμήν. Αυτό έπαθε και ο Υπερόπτικ τη στιγμή που του τέθηκε το ερώτημα: θα κάνεις το άλμα στο κενό διακινδυνεύοντας να πνιγείς προκειμένου να βγάλεις βράγχια όπως υπόσχεται ένα αμφίβολο φυλλάδιο που μπορεί τα μούλικα των Δημητροπουλαίων να τύπωσαν στο υπόγειο του τυπολάτρη θείου τους που είναι ερασιτέχνης τυπογράφος;

Θεέ μου τι πάω να κάνω; τρελάθηκα; 
Ένας κεραυνός λογικής έσκισε τον εγκέφαλο του Υπερόπτικ σπέρνοντας τον πανικό στις συνάψεις του. 
Θα πνιγώ, το έχω χάσει τελείως; 
και ο Υπερόπτικ άρχισε να κινεί τα άκρα του τρελά προσπαθώντας να ανέβει στην επιφάνεια, συνειδητοποιώντας τη μέγιστη μαλακία την οποία παρά τρίχα να διαπράξει.

Όσο πλησίαζε τα πάνω στρώματα του νερού έλαμπαν με όλη τη δύναμη του αστραφτερού καλοκαιρινού ήλιου που έσπερνε πάνω στο κύμα μυριάδες καθρεφτίδια, και ο Υπερόπτικ αναρωτιόταν χαροπαλεύοντας χωρίς ανάσα πώς ήταν δυνατόν να πειστεί να πάει να πνιγεί άδικα στη μέση των καλιφορνέζικων υπεροπτικοσαρκαστικών του διακοπών. Εκτός εάν….
Εκτός εάν ο θείος Σαμ σου στέλνει σουμπλίμιναλ μέσατζης για να βρεις πρώτος στον κόσμο - εκμεταλλευόμενος τα τελλουρικά ρεύματα και το εκκρεμές του Φουκώ - την ακριβή τοποθεσία του βυθού του μπικίνι…
Ναι…. Εκτός εάν, σκέφτηκε ο Υπερόπτικ ρουφώντας μια νοητική ρουφηξιά από τα φιλμ νουάρ τσιγάρα του και διάνυσε τα τελευταία μέτρα μέχρι τον πολυπόθητο αέρα, το γαλανό ουρανό και τον κατακόκκινο ήλιο.
όποιος καταφέρει να ελέγξει τι μπαίνει στον κώλο του Πάτρικ του Αστερία μπορεί να μετακινήσει ηπείρους, να προκαλέσει εκρήξεις ηφαιστείων, να κινήσει τις τεκτονικές πλάκες…. Ήχησε επιβλητική η φωνή του θείου Σαμ στο μυαλό του.
Αρκετά! Αρκετά με αυτή την τρέλα!!!! Ούρλιαξε ο Υπερόπτικ και κολύμπησε μανιασμένα προς την ακτή. Ο Σαρκάστικ τον περίμενε με πλήρες σετ πικ νικ και ανοιγμένες κονσέρβες σαρδέλας, τσιροσαλάτα, μπεκρή μεζέ, χαλαπένιος και τεκίλα με αλάτι έξτρα.

-Τρελάθηκες Σαρκάστικ;;;;;; Τι μπουφές είναι αυτός με σαράντα βαθμούς υπό σκιάν;;; ΤΡΕΛΑΘΗΚΕΕΣ;;; ούρλιαξε ο Υπερόπτικ πεθαίνοντας για ένα ποτηράκι νερό μπας και καταφέρει και ξελαχανιάσει από πριν που είδε το χάρο με τα μάτια του.

-Έλα τώρα Υπερόπτικ. Αφού το λέει το φυλλάδιο: πρέπει να πάμε έτοιμοι στο «δρόμου του νερού» - και τι καλύτερο από έναν αλμυρό μπουφέ που θα μας λυσσάξει στη δίψα πριν ρουφήξουμε όσο νερό χωράνε τα πνευμόνια μας, έκανε ο Σαρκάστικ και έκλεισε πονηρά το μάτι στον Υπερόπτικ. 

Σαρκάστικ δεν ξέρω αν είμαι έτοιμος. Δεν ξέρω καν αν υπάρχει ένας κόκκος αλήθειας στο βυθό του μπικίνι. Η αφίσα μπορεί να είναι μια μεγάλη πλάκα και εμείς υπέρτατοι μαλάκες που είναι τόσο απελπισμένοι για νόημα ώστε να χάψουν την πρώτη μαλακία που τους φαίνεται ενδιαφέρουσα.

Ο Σαρκάστικ δε μίλησε. Πήγε αργά προς την ψάθα, έψαξε λίγη ώρα στη μεγάλη τσάντα του μπάνιου κι επέστρεψε με ένα χιλιοτσαλακωμένο χαρτί που το έβαλε μπροστά στη μούρη του Υπερόπτικ καρφώνοντάς τον με το βλέμμα του ανθρώπου που είναι έτοιμος να χάσει την υπομονή του.
- δηλαδή θες να μου πεις ότι «αυτό» είναι απλά ένα κωλόχαρτο ε; 


Ο Υπερόπτικ έσκυψε το κεφάλι ταπεινωμένος.

- έχεις δίκιο Σαρκάστικ… ο θείος Σαμ…δεν μπορεί να είναι πλάκα. Αλλά να… προσπάθησα να βουτήξω, να καταπιώ νερό, να πιάσω πάτο, να βγάλω βράγχια, και κότεψα. Κότεψα Σαρκάστικ, δεν ξέρω αν έχω τη δύναμη να αγγίξω στ’αλήθεια ένα τέτοιο μυστικό… Ο βυθός του μπικίνι είναι το δικό μας γκράαλ Σαρκάστικ. Αν καταφέρουμε να εντοπίσουμε πού βρίσκεται όλα θα τελειώσουν - ή θα αρχίσουν, κι εγώ δεν ξέρω αν είμαι έτοιμος να μάθω τι είναι γραμμένο στο σφουγγαρένιο πίνακα. Κι ο αποκρυφισμός με τρομάζει Σαρκάστικ - αν υπάρχει τόση γαμάτη γνώση σε όλα αυτά, τι χρειάζεται τόση μυστικότητα; μήπως για να καλύψει την τραγική έλλειψη περιεχομένου; μου βρωμάει αυτή η ιστορία Σαρκάστικ. Μου φαίνεται ότι πάμε ντουγρού να μπλεχτούμε στο χορό των τρελών θεματοφυλάκων χιμαιρικών αληθειών, είπε ο Υπερόπτικ κάνοντας κατάχρηση της γενικής μπας και μπερδέψει το γατόνι συνομιλητή του που βέβαια δε μασάει από τέτοια.

Κι έπειτα… είναι και το άλλο, έκανε ο Υπερόπτικ. Κι αν φτωχικό το βρούμε το βυθό του μπικίνι; μήπως η αφίσα θα μας έχει γελάσει; και μήπως το ωραίο ταξίδι ως το βυθό θα είναι και το τελευταίο μας; θέλω να ζήσω Σαρκάστικ. Θέλω να δω κι άλλα λιμάνια, θέλω να ανέβω σε πολλούς ακόμα λόφους να περιμένω το τέλος - κι ακόμα δεν έχω κάνει τικ παρά στο δέκα τοις εκατό των πραγμάτων που πρέπει να δει κανείς πριν πεθάνει σύμφωνα με τους Αρχέγονους Γίγαντες. 

Εν ολίγοις κλάνεις μέντες, σάρκασε ο Σαρκάστικ. Πες το, μολόγα το και μη με πρήζεις άλλο.    

Ε ναι κλάνω μέντες, παραδέχτηκε τσαντισμένα ο Υπερόπτικ. Από την άλλη και το πλάνο «βουτάμε μέσα» δεν είναι και ό,τι πιο οργανωμένο έχουμε κάνει. Δεν έχουμε καν το εκκρεμές του Φουκώ, δεν υπάρχει καν χάρτης για να προσανατολιστούμε, ο Τζιμ της Κάνναβης είναι τόσο καμμένος που ούτε που κατάλαβα τις αποκρυφιστικές του πίπες την τελευταία φορά, και πολύ φοβάμαι ότι η Καλιφόρνια είναι η λιγότερο πιθανή υποψήφια από τις 8 πόλεις που διεκδικούν το βυθό του μπικίνι. Δηλαδή αν πρόκειται να αδράξουμε τον κοσμικό λεβιέ από τον κώλο του Πάτρικ του Αστερία και να κάνουμε εξτρήμ μεηκόβερ στη γη θα έπρεπε να έχουμε μια ιδέα του τι κάνουμε και γιατί το κάνουμε για μια φορά στη ζωή μας, γαμώ το κέρατό μου γαμώ, ούρλιαξε εκτροχιασμένος ο Υπερόπτικ που όσο μίλαγε ταυτιζόταν όλο και περισσότερο με την ίδια του την τσαντίλα.

Ο Σαρκάστικ αντί να τσαντιστεί κι εκείνος, κοίταξε τον μετακυτταρικό του σύντροφο με το βλέμμα του χριστιανού αγαπησιάρη εντομολόγου που μόλις ανακάλυψε άλλο ένα έντομο στη συλλογή του με υστεροσυμπεριφορικά κολεόπτερα των αστικών δασών. 

Χαλάρωσε ρε Υπερόπτικ. Δίκιο έχεις. Γιατί το κάνεις τόσο θέμα; είπε ανάβοντας την κοραλλένια πίπα του και αράζοντας στην αιώρα που πριν λίγες ώρες έστησαν οι δυο τους ανάμεσα στους δυο μοναδικούς φοίνικες της παραλίας.

Ο Υπερόπτικ ένιωσε το χαστούκι της αυτοσυγκράτησης να του χώνει μια γερή στο μάγουλο και γέλασε πονηρά αφήνοντας το εντομολογικό κλικ του Σαρκάστικ να συντονιστεί με τα δικά του ένστικτα αποστασιοποιημένου νηφάλιου αναστοχασμού.

Χμ… ναι. Τόχασα λίγο. Σόρρυ ρε Σαρκάστικ. 

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Χάμλετ ή Το Μπαρόκ Δράμα του Υπερόπτικ στα στενά του Χρόνου



Ω φίλε Σαρκάστικ φίλε Σαρκάστικ. Είμαι ένα μηδενικό, σκέφτηκε ο Υπερόπτικ και πέταξε το βελούδινο μανδύα της ντίβας από τους χιονισμένους ώμους του. Έβγαλε το κραγιόν που φορούσε σκουπίζοντάς το στις βαριές κόκκινες κουρτίνες της αυλαίας, και άφησε το πρόσωπό του να παραμορφωθεί από την κραυγή του θεατρίνου ουρλιάζοντας από τη μέση της σκηνής:
Ποιός είμαι Σαρκάστιιιιιιικ;….. Ποιός είμαιιιιιιι…….
Το θέατρο ήταν άδειο. Ο Υπερόπτικ κατέβηκε από τη σκηνή έχοντας συναίσθηση του τραγικού του μεγαλείου και έσυρε τα βαρειά του βήματα μέχρι το φουαγιέ. Κατέρρευσε στο σκαμπό του μπαρ, μετά το δεύτερο ουίσκι που του σέρβιρε ο Τζακ, ο παλιός του αμπιγιέρ.

- τι τρέχει κύριε; δε σας έχω ξαναδεί σε τέτοια υπαρξιακή κρίση. 
- χέσε μέσα κακόμοιρε Τζακ. Είναι φορές που η ζωή φαντάζει τόσο… τόσο…
- κενή κύριε;
- ναι Τζακ. Ναι αυτό είναι. Κενή, είπε ο Υπερόπτικ και χάρισε ένα χαμόγελο στον κακομοίρη το Τζακ. Α ρε Τζακ. Έκανε μετά συλλογισμένος. Βλέπεις κι εσύ τόσο κόσμο να πηγαινοέρχεται… τόσες μεγάλες ντίβες… τόσοι και τόσοι ζεν πρεμιέ με τα χούγια τους και τα κουσούρια τους… α ρε Τζακ… έχεις ζήσει κ εσύ…
- εγώ κύριε… πήγε να ξετυλίξει ο Τζακ το σεντόνι της παρατηρητικά πολυτάραχης ζωής του
- φτάνει Τζακ. Φτάνει. Είναι φορές που τα λόγια μας προδίδουν Τζακ… και αυτή η φορά είναι μια απ’αυτές. Πιάσε ένα μπουκάλι Τζέιμσον και άσε με μόνο μου Τζακ… είπε ο Υπερόπτικ με φωνή που δε σήκωνε αντίρρηση. Ο Τζακ που κάτι ήξερε από παραξενιές θεατρανθρώπων έκανε ό,τι του είπε ο Υπερόπτικ - κι έπειτα έκλεισε ταμείο και τράβηξε για το φτωχικό του στο Γέρακα όπου τον περίμενε η γυναίκα του να βριστούνε για σαββατοκύριακο.

Πόσες ζωές… πόσοι ρόλοι… σκέφτηκε ο Υπερόπτικ ενώ ανέβαινε ξανά στην άδεια σκηνή παρέα με τον πιστό του Τζέιμσον τον κύριο Ουίσκη. 
Στημένο το σκηνικό, ακόμα ζεστό από τα βήματα των ηθοποιών και τον απόηχο του χειροκροτήματος… κι ο Υπερόπτικ, ένα μοναχικό φάντασμα στα χαλάσματα του σάπιου βασιλείου της Δανιμαρκίας - άρχισε να περιπλανιέται με την κρυφή ελπίδα να συναντήσει τον Άμλετ ή έστω την Οφηλία - να δει τα χειρότερα μπας και του φύγει λίγο από το υπαρξιακό του άλγος . 

Ανέβηκε στις πολεμίστρες και άραξε στην άκρη κάνοντας τη φιγούρα Σπάιντερμαν που αρμόζει σε τέτοιες υπαρξιακά βιγλιστικές φάσεις. 
Κάτω του απλωνόταν η πεδιάδα. Γεμάτη από τις καλύβες των κολλήγων, που σέρνουν τις μπότες τους στη λασπουριά της κάθε μέρας χωρίς να περιμένουν τίποτα. 
- τι μάταιο το ανθρώπινο μεγαλείο…φώναξε ο Υπερόπτικ με μια φωνή που έσκισε τη νύχτα και κάλεσε τα άγρια σκυλιά των διπλανών κάστρων σε πάρτυ ουρλιαχτών. 
Έπειτα ξέσπασε σε κλάμματα κοιτώντας προς τον ουρανό, με τις στάλες της βροχής να πέφτουν ορμητικά στο πρόσωπό του. 
- Γιατίιιιιι ούρλιαξε ο Υπερόπτικ, ΓΙΑΤΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙιιιιιιιιιιιιιιιιιι και ένα σμάρι κοράκια που θαρρείς και φώλιαζαν από πάντα στα χαλάσματα πετάχτηκε ορμητικό και άρχισε να φέρνει γύρες αψηφώντας τη βροχή.

- τι αναζητάς Υπερόπτικ σε αυτούς τους καταραμένους τόπους; άκουσε άξαφνα ο Υπερόπτικ μια αιθέρια φωνή πίσω του. 

Γύρισε για να αντικρύσει το Σαρκάστικ ντυμένο Οφηλία, γεμάτο λουλούδια στα μαλλιά και τρέλα στα μυαλά. 

Η βροχή είχε αρχίσει να κοπάζει και το δειλινό έδινε μια απόκοσμη όψη στα χαλάσματα και στη λουλουδιασμένη φάτσα του Σαρκάστικ.

- τι αναζητώ Σαρκάστικ; έλα ντε; μήπως την αλήθεια στην αναπαράσταση; μήπως την ποζεριά; την τρέλα; ή κάτι ακόμα πιο πέρα από όλα αυτά; 
- και τι μπορεί να είναι πέρα από όλα αυτά Υπερόπτικ; ρώτησε ο Σαρκάστικ 
- ο θάνατος Σαρκάστικ! Μόνο ο θάνατος. Είπε ο Υπερόπτικ τσακισμένος. Έπειτα όρθωσε το ανάστημά του, έβγαλε το σπαθί από το ζωνάρι του  και περπάτησε προς τη μέση της σκηνής για το μονόλογο που προοριζόταν να αφήσει σέκο το ακροατήριο.
Κι αν τη ζωή μου την πέρασα μέσα σε πεδία μαχών και σε βιβλία
Κι αν ρίσκαρα πολλές φορές το κεφάλι μου, για φίλους που άξιζαν, και γι’άλλους που με ευκολία μιας ανάσας με πρόδωσαν
Κι αν έψαξα την αλήθεια σε γωνιές που άλλοι ρυπαρές θα ονόμαζαν κι άλλοι ούτε να φτύσουν δε θα καταδέχονταν 
Κι αν ανασκάλεψα τα όνειρά μου όπως ο γέρος ψαράς τις τσέπες του παντελονιού του την αυγή 
Κι αν φορές φορές μου φαινόταν ο εαυτός μου απάλευτος - ο ναρκισσισμός μου ποταπός - και τούτο το σώμα που το σέρνω χρόνια τώρα από λάθος σε λάθος, κοίτα το, ζάρωσε Σαρκάστικ, δεν είναι πια αυτό που ήταν - 
Προσπάθησα… προσπάθησα όσο μπορούσα Σαρκάστικ!
Προσπάθησα κι όταν ακόμα οι αρουραίοι της νύχτας σιγότρωγαν το σκελετό του κουράγιου μου
Ακόμα κι όταν είδα το βασιλιά να κλαίει σκυφτός πλάι στο κουφάρι της ματαιοδοξίας του
Ακόμα κι όταν η νύχτα ήρθε να με βρει σε μια αφύλακτη στιγμή, κι εγώ έσκυψα και κάλυψα το ζοφερό της πρόσωπο με τα αγρίμια των αναστεναγμών μου
Κι όταν ο χρόνος μου χτύπησε την πόρτα με βαριά βήματα, για να με ρωτήσει - να με ρωτήσει Σαρκάστικ! Να με ρωτήσει ποιός είμαι… δεν ήξερα τι να του πώ Σαρκάστικ. Και σώπασα…

- Φτωχέ μου Υπερόπτικ… πώς βάθυναν έτσι οι ρυτίδες στο πρόσωπό σου; θαρρείς και τα νύχια της μοίρας έπαιξαν άσχημο παιχνίδι σκάβοντας τα μάγουλά σου… είπε τραγουδιστά ο Σαρκάστικ παιχνιδίζοντας χαρούμενα στα ρυάκια του μπαρόκ.
Κι έπειτα… έπειτα είναι και τα μαλλιά σου. Άσπρισαν πια… θυμάμαι σα ζουμπούλια τις τζίβες σου να ξεχύνονται στη γαμψή σου μύτη… και λογής λογής πουλάκια κι έντομα να χτίζουν φωλιές εκεί μέσα… πού πήγε τόση ομορφιά Υπερόπτικ; ω χρόνε σκληρέ που μαραίνεις τα λουλουδάκια και ασχημίζεις τη μούρη των τρελών και των γνωστικών το ίδιο, καθώς στο διάβα σου σαρώνεις τα πάντα με το φλογοβόλο της λήθης… 

- τίποτα δεν έμεινε από την πρότερή μας δόξα Σαρκάστικ. Κοίτα με. Ένα ερείπιο της ζωής, ένας γέρος θεατρίνος που σέρνει την ανάγκη του από σκηνή σε σκηνή, απο ψέμμα σε ψέμμα Σαρκάστικ… κι έπειτα κοίτα και σένα… πώς κάποτε στο βλέμμα σου μπορούσα να ξεκουράζω τις άεργες ώρες μου… τώρα; τώρα άγρια ελάφια φυλάνε τους συλλογισμούς σου, και τα λουλούδια στα μαλλιά πιότερο δείχνουν την τρέλα σου παρά την κρύβουν…

- κι από πότε σύντροφέ μου Υπερόπτικ φοβάσαι εσύ την τρέλα;

έθεσε ξαφνικά ο Σαρκάστικ το πιο καίριο ερώτημα της βραδιάς.

Κι από πότε λυγίζεις κάτω από το βάρος του χρόνου; η τρέλα -  φιλόξενο καταφύγιο για τους φυγάδες του χρόνου σαν κ εσένα κ εμένα Υπερόπτικ! Μήπως το ξέχασες, σοβάρεψες, βλάχεψες κι αμόλησες κουτσούβελα; μήπως αγχώθηκες κιόλας για την κατάσχεση του πατρικού σου πύργου στη Μάνη; ή για τους απλήρωτους λογαριασμούς και τους κλητήρες που προσπαθούν με πολιορκητικούς κριούς να μπουν σπίτι σου να σηκώσουν τα χαλιά; ή μήπως όλα αυτά είναι τερτίπια που θαρρείς πως θα με πείσουν να σ’αφήσω να πας για ύπνο από τώρα, για να ξυπνήσεις στις 7 να προλάβεις την ουρά του ΙΚΑ παρέα με τα άλλα ραμολημέντα σαν και του λόγου σου;

Τα σκληρά λόγια του Σαρκάστικ έπεσαν σαν απαλό χιόνι στη φλογισμένη ψυχή του Υπερόπτικ. 

Ξάφνου η τραγικότητα που μάστιζε την καρδιά του καταλάγιασε, κι έκανε χώρο στο χαβαλέ, ο οποίος θρονιάστηκε σαν καρεκλοκένταυρος φέρνοντας μαζί την αισιοδοξία και την ιλαρότητα και κάνοντας το γκοθ δράμα του Υπερόπτικ να φαντάζει αμήχανο και άκαιρο.

- πωπω… δίκιο έχεις… πάμε να φύγουμε από αυτόν τον παλιό κόσμο που ψυχορραγεί Σαρκάστικ! Αρκετά ψυχοπλακώθηκα… φτάνει! Θέλω κόσμο, θέλω τσάρκες και πιώμα, θέλω να κάνω τα κορδελλάκια μου και τις τρέλες μου!

- δε χρειάζεται να πάμε μακριά, απάντησε ο Σαρκάστικ και κοίταξε το ρολόι του. Είναι 9:25, η βροχή σταμάτησε και μυρίζει ήδη καλοκαίρι Υπερόπτικ. Πάμε να αλλάξουμε, να βάλουμε λαμέ, φτερά και πούπουλα και φύγαμε… 

- τέλεια, λέω να ντυθώ κότα έτσι για το εφφέ, ντύσου κι εσύ μπεκάτσα να κάνουμε θραύση, έκραξε ο Υπερόπτικ αναφτερωμένος ήδη. Και πού πάμε;

- Κάτω στην κοιλάδα έμαθα ότι έχει στήσει καμπαρέ ο Ντέιβηντ Μπάουι. Εμφανίζεται κάθε βράδυ και αυτοκτονεί επι σκηνής καταπίνοντας γκλίτερ μπροστά στους θεατές, θα γουστάρεις ατελείωτα, έκανε ο Σαρκάστικ κλείνοντας το μάτι στον Υπερόπτικ. Έχω κλείσει πρώτο τραπέζι πίστα με τον κύριο Ουίσκη. Παίζει να περάσει κ ο Άμλετ, αλλά πιο αργά γιατί έχει τα γενέθλια της δικιάς του σήμερα και τρώει παντόφλα. Αλλά ποιος τον χέζει; Νομίζω ότι δε θέλουμε τίποτα παραπάνω από μια ροκ εν ρόλ αυτοκτονία για να έρθουμε στα ίσα μας…

Και οι Υπερόπτικ Σαρκάστικ άπλωσαν τα θεατρικά τους ψεύτικα φτερά και άφησαν τα ερείπια της Δανιμαρκίας πίσω τους, ξεφεύγοντας ακόμα μια φορά στο τσακ από τη δαγκάνα του χρόνου. Για πόσο ακόμα θα μπορούν οι Υπερόπτικ να ξεγελάνε τους μασκοφόρους κλητήρες της μοίρας; για πόσο ακόμα θα διαστέλλουν το χρόνο και θα τηλεμεταφέρονται κατά βούληση; για πόσο ακόμα θα αντέχουν το τσίρκο της ύπαρξης, τη ματαιότητα των μεταμφιέσεων και των μεταφορών, τα άπειρα μπρέικθρους, τη φτήνεια των λέξεων; 

Οι Υπερόπτικ δεν ξέρουν. Αλλά ξέρουν ότι ό,τι είναι νάρθει θε να ρθεί, ότι το καλοκαίρι πλησιάζει, κι ότι όποτε γουστάρουν θα ντύνονται κότες και μπεκάτσες και θα τα πίνουν στο καμπαρέ του Μπάουι παρέα με τα φιλαράκια. 

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Ρενέ Ντεκάρτ ή πώς ο λόγος περί της μεθόδου κινητοποιείται από τον τρόμο της τρέλας.


Βλέπουν λοιπόν οι Υπερόπτικ Σαρκάστικ τον φίλο τους το Ρενέ, το Ντεκάρτ, να ανάβει τη θερμάστρα, και να τρίβει τα χέρια του στη φωτιά και τους ζώνουν τα μαύρα φίδια. Η στιγμή είναι λεπτή γιατί ο Ρενέ είναι ευαίσθητος όταν πρόκειται να εκθέσει τις σκέψεις της ημέρας στους ιδανικούς του αναγνώστες. Είναι διάνοια ο Ρενέ, αλλά εύθραυστη ψυχοσύνθεση: συχνά γίνεται φορτικός με τις εξτραβαγκάντζες του. Ο Υπερόπτικ τσιμπάει καναπεδάκια με σολωμό και αυτοσυνείδηση από το μίνι μπαρ του Ρενέ, ενώ ο Σαρκάστικ έχοντας ήδη κατεβάσει ένα δυο κονιακάκια από τα πριν για να αντέξει την ψύχρα της φιλοσοφικής αμφιβολίας που επιφυλλάσσει η βραδιά, παραφράζει τα κάρμινα μπουράνα σε ένα αυτοσχέδιο περιπαικτικό τραγουδέτο προοριζόμενο να... πικάρει σαν μικρός χαρούμενος ψύλλος τα αυτιά του φιλοσόφου οικοδεσπότη. 

– Ω Ρενέ Ρενέ πόσο μας κουράζετε, Ρενέ Ρενέ πόσο στόκος μοιάζετε......
-          Ρενέ Ρενέ πάψτε να διαβάζετε, Ρενέ Ρενέ μην το εξετάζετε...... συμπληρώνει ανέμελα ο Υπερόπτικ από το μπουφέ.... χαχαχα.... μα πλάκα δεν έχει που ο Ρενέ επιμένει να μην αγοράζει ροκφόρ ποτέ;;; θα έλεγε κανείς ότι.... η φιλοσοφία στην περίπτωσή του συνορεύει με την.... σφιχτοχερία! Χαχαχα συγχωρέστε μου αυτό το θάρρος αλλά θάλεγε κανείς ότι ο καλός μας παλιός Ρενέ είναι απίστευτα μίζερος.... 

Ο Ρενέ ασχολείται ακόμα με τη θερμάστρα. Ξέρει ότι οι φίλοι του είναι μποέμ μπάσταρδοι που πάντα θα τον κοροιδεύουν για τη συνειδητή λιτότητα στην οποία αισθητικά περιορίζει τη ζωή του... εκείνοι δεν καταλαβαίνουν. Δεν έχουν αισθητική. Είναι κακομαθημένα καλόκαρδα χίππικα πλουσιόπαιδα. Είναι οριακά ρηχοί λεφτάδες που με κάνουν παρέα γιατί τους χρειάζεται ένα στερεότυπο γραφικού φιλοσόφου για να συμπληρώσουν τη λίστα τους με ατομάρες.... αλλά.... κατάρα... είναι οι ιδανικοί μου αναγνώστες... ας όψεται... ας όψεται θα με καταλάβουν ελπίζω και σήμερα... αλλιώς... τι τρομερή μοναξιά... τι μοναξιά....

-     Ε ό! Ρενέ! Τι συλλογιέσαι μ’αυτή τη μούρη ρεεεε;;;; Πού χάθηκες πάλι κύριε τρελέ;;;;
-    πότε θα σκάσει το χειλάκι σου ρε τρελιάρηηηηηηηηηηη στριγκλίζει ο Υπερόπτικ και κυλιέται   χαρούμενα στη μοκέτα καταβρέχοντας τον καναπέ με βυσσινάδα έτσι για πλάκα και για να.... τσιγκλίσει με χαριτωμένο και μπριόζικο τρόπο τον αγαπημένο φιλόσοφο...
-    όχι όχι παιδιά... κάτι σκεφτόμουν... δεν τρέχει... χαχα.... βυσσινάδα στον άσπρο καναπέ... πρέπει να σας διώξω με τις κλωτσιές πριν μου γκρεμίσετε το τσαρδί..... κάνει ο Ρενέ με βεβιασμένο χαμόγελο, πασιφανώς τσαντισμένος με τη υπέρμετρη γαϊδουριά των Υπερόπτικ. Αποφασίζει παρόλα αυτά στα γρήγορα να το κάνει και αυτό γαργάρα και να περάσει στο δια ταύτα.

- Αλλά ακούστε με αγαπημένοι φίλοι. Όλα αυτά δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει αυτό που σκέφτηκα χθες.

Και ο Ρενέ πιάνει ένα μαστίγιο που έχει πάντα δίπλα στην πολυθρόνα του, σηκώνεται και κάνει ένα εφφετζίδικο κόλπο ταυρομάχου χαρακώνοντας τον αέρα πολλές φορές, κι έπειτα στρέφει αναπάντεχα το μαστίγιο με όλη του τη δύναμη – ssssschaaaaaaaaaaaaaah – προς ένα κρυστάλλινο βάζο με αζαλέες που πέφτει στο πάτωμα σε χίλια κομμάτια σκορπίζοντας νερό και γυαλιά παντού.

- τι έγινε μόλις; Ουρλιάζει ο Ντεκάρτ σε τρομερή έξαρση κοιτώντας το κοινό του με μάτια που γυαλίζουν τρελά.

Οι Υπερόπτικ ξέρουν καλά ότι ο φίλος τους κάνει ποζεριές για να τους εισάγει σε κάποια γνωσιοθεωρητική συζήτηση. Σε γενικές γραμμές οι Υπερόπτικ τα παίρνουν με το λαϊκισμό αλλά επειδή εκτιμάνε το Ρενέ από παλιά κρύβουν τη μη έκπληξή τους από το σπάσιμο του βάζου πίσω από ένα προπέτασμα ευγενούς ενδιαφέροντος και καφροαστείου για να μην τον στενοχωρήσουν:

-          μας γάμησες, αυτό έγινε λέει ο Υπερόπτικ σκουπίζοντας τα νερά πάνω στον καναπέ.
-          Καλύτερα να μπαίνεις στο ψητό χωρίς ποζεριές, τάχουμε ξαναδεί αυτά, λέει ο Σαρκάστικ λίγο ενοχλημένος.
-          Δεν είναι ποζεριά. Έσπασα το βάζο με το μαστίγιο γιατί θέλω να φανταστείτε κάτι. Θέλω να φανταστείτε πώς θα έσπαγε το βάζο αν το χτύπαγα με ένα γουρούνι... γιατί σκεφτόμουν χθες το κλασικό παράδοξο του γουρουνιού στο νερό...

-          Του γουρουνιού στο νερό;; Μα αυτό δεν είναι παράδοξο... είναι παραλήρημα! Η απόδειξη ότι ο τελευταίος απόκρυφος τόμος του Αριστοτέλη γράφτηκε όταν ο μεγάλος δάσκαλος ήταν ήδη παραδομένος στην τρέλα!... όποιος έχει ασχοληθεί με το παράδοξο του γουρουνιού στο νερό για πάνω από ένα χρόνο έχει καταλήξει άσχημα Ρενέ! Στο τρελάδικο Ρενέ!!!!... πώς είναι δυνατόν να σπαταλάς το μυαλό που σου έδωσε ο θεός για τέτοιες αποτρόπαιες αυτοκαταστροφικές μπαναλιτέ!!! Δε σε αναγνωρίζω πια Ρενέ!!! Πού πήγε το πάθος, πού πήγε η πρωτοτυπία..... πού; εξεγείρεται άξαφνα ο Υπερόπτικ ενώ ο Σαρκάστικ εξοργισμένος σηκώνεται έξαλλος από τη μαξιλάρα του και αρχίζει κ αυτός να φωνάζει:
-           Το είχες υποσχεθεί εδώ σε μας τους ίδιους μάρτυρες πέρσι το πάσχα ότι θα πιάσεις επιτέλους το ζήτημα της μεθόδου και θα αφήσεις αυτό το ηλίθιο παράδοξο για να γελάνε οι επόμενες γενιές... το υποσχέθηκες ή όχι;;;;
-          Το υποσχέθηκα... κάνει κυνικά ο Ρενέ... αλλά δεν τήρησα την υπόσχεσή μου. Κοιτάζει με ηρεμία τους τρελαμένους Υπερόπτικ. Ελάτε τώρα καλοί μου φίλοι, κάνει έπειτα με ήσυχη βαθειά φωνή. Ηρεμήστε και έχετέ μου εμπιστοσύνη. Αν ασχολήθηκα τόσο με αυτό το δίλημμα είναι επειδή βρήκα εκεί τη σπίθα που θα μοιραστώ τώρα μαζί σας. Καθίστε και ακούστε με σας παρακαλώ.

Το δωμάτιο ησυχάζει κάτω από την ήρεμη φωνή του φιλοσόφου.

-          πείτε μου με δυο λόγια τι ξέρετε για το δίλημμα του γουρουνιού, λέει ο Ρενέ και ανάβει ένα πουράκι.
-          «αν τα μάτια μου βλέπουν το γουρούνι να πετάει στο νερό τότε είμαι ψάρι» λέει ο Σαρκάστικ με ειρωνικά παπαγαλίζουσα φωνή σχολιαρόπαιδου, αρθρώνοντας το δίλημμα του γουρουνιού με τα ακριβή λόγια του Σταγειρίτη. Είναι μια παραληρηματική ταυτολογία Ρενέ... χώνεψέ το και άφησέ το...
-          Μα ναι, ρε Ρενέ... άστο μωρέ ρενέ...
-          Ναι ρε Ρενέ γάμα το το ρημάδι...
-          Μπορεί... μπορεί να είναι τα τρελά λόγια ενός γέρου που τόχει χάσει...  γιαυτό έσπασα το βάζο πριν. Γιατί έπρεπε να βρεθώ κι εγώ κοντά στην τρέλα, στον παροξυσμό.
-          Δεν πέτυχε το παράδειγμα, δεν καταλάβαμε τίποτα κάνουν οι Υπερόπτικ με μια φωνή.
-          Μα ναι! λέει ο Ντεκάρτ με ματάκια που λάμπουν. Σκεφτείτε τι έκανα: αν δεν κρατούσα μαστίγιο αλλά γουρούνι, θα πέταγα το γουρούνι στο νερό!
-          Εεε ναι κοίτα Ρενέ το έχεις κάψει.
-          .....πράγμα που θα με έκανε ΨΑΡΙ!! συνεχίζει ο Ρενέ απτόητα ενθουσιασμένος.

Οι Υπερόπτικ κοιτάζονται με το συνομωτικό βλέμμα της άμεσης συγκαταβατικής συνεννόησης. Η θερμάστρα πετάει σπίθες που κάνουν το φιλοσοφικό χειμώνα να γλυκαίνει. Ο Ντεκάρτ πίνει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί ενώ τα μάτια του προδίδουν όλη την ανατάραξη που έχει κυριεύσει το πνεύμα του. Είναι η ώρα για τους Υπερόπτικ να στυλώσουν την αμφιβολία στην καρδιά του φιλοσόφου.

-          κοίτα Ρενέ. Νομίζω ότι το έχεις κουράσει τόσο πολύ μέσα σου που ρετάρεις. Ο Αριστοτέλης αν δεν είχε τρελαθεί, αστειευόταν – αστειευόταν επικίνδυνα, στα όρια της λογικής – γιαυτό πήρε τόσο φιλοσοφόκοσμο στο λαιμό του με το παράδοξο του γουρουνιού.
-          Δεν μπορείς να πιστεύεις στ’αλήθεια ότι θα γίνεις ψάρι αν καταφέρεις να πετάξεις ένα γουρούνι σε ένα βάζο. Σκέψου πόσο τρελό είναι αυτό Ρενέ.
-          Το ξέρω, κάνει ο Ρενέ συλλογισμένος. Το ξέρω αλλά το γεγονός ότι δεν μπορώ να το θεμελιώσω λογικά με τρελαίνει. Γιατί αν πιστέψω ότι έγινα ψάρι μπορεί όντως να είμαι ψάρι. Γιατί αμφιβάλλω για όλα. Για όλα. Πάω στη λαϊκή και αναρωτιέμαι γιατί να ψωνίσω μπρόκολα και φρέσκα κρεμμυδάκια και να μην ανέβω κι εγώ πάνω στους πάγκους και να αρχίσω να φωνάζω «πάρε κόσμε πουλάω τα ρούχα μου». Θα μπορούσα να κάνω ο,τιδήποτε. Θα μπορούσα να είμαι οποιοσδήποτε.
-          Ναι ρε Ρενέ έτσι είναι. Αλλά τελικά αυτή η αμφιβολία για όλα σου δίνει συνοχή στο εγώ σου, θα τα λέμε πάλι τώρα; Εσύ τα ξέρεις καλύτερα αυτά... κάνει ο Υπερόπτικ υπομονετικά.
-          Ναι ρε παιδιά απλά μου τη βαράει καμιά φορά. Σόρρυ που είμαι μαλάκας. Από τότε που γύρισα από τη Γερμανία δεν είμαι πια ο ίδιος. 
-          Δεν τρέχει ρε Ρενέ, λένε οι Υπερόπτικ με μια φωνή. Είναι τα κακά του επαγγέλματος. Απλά πρέπει να βάζεις ένα στοπ πού και πού για να μην ψυχοπλακώνεσαι.
-          Ναι ρε γαμώτο έχω καταντήσει γραφικός.
-          Ε ναι ρε συ.
-          Καλά ρε παιδιά ας χαλαρώσουμε άμα είναι έτσι. Άμα το υπεραναλύεις το πράγμα το γαμάς στο τέλος.
-          Ε τώρα μιλάς σωστά, κάνει ο Σαρκάστικ και κερνάει κρασάκι σε όλους.
-          Να φέρω και κάτι σαντουιτσάκια που έχω ετοιμάσει από πριν; Να πούμε και λίγο για τη μέθοδο ρε παιδιά, μη φύγετε από τώρα... λέει ο Ρενέ
-          Σαντουιτσάκια; Μόνο αν είναι.... χοιροποίητα!!!!!! ΧΑΧΑΧΑ ΓΚΡΟΙΝΓΚ Κάνουν με μια φωνή οι Υπερόπτικ και σκάνε στα γέλια κάνοντας τα γουρούνια και λερώνοντας παντού με κόκκινο κρασί τα ασπροκέντητα τραπεζομάντηλα του φίλου τους.
-          Ε μα είστε.... αδιόρθωτα πειραχτήρια!!!!! Χαχαχαχαχαχα γελάει καλόκαρδα ο Ρενέ, ενώ η καρδιά του σφίγγεται από την πληθώρα λεκέδων που αφήνει το αχτύπητο δίδυμο παντού – παρόλα αυτά, ναι, είναι σαφώς γαληνεμένος και έτοιμος να αφήσει το αυτοκαταστροφικό γουρουνοπαράδοξο και να ξεχυθεί με την παιδική απάνθρωπή του αμφιβολία σε νέα απάτητα φιλοσοφικά μονοπάτια.
-          Η ζωή είναι απλή ρε Ρενέεεεε, μην την κάνεις θλιβερή ρεεεεεε

Και οι Υπερόπτικ κάνοντας μια αναπάντεχη επίδειξη ρεαλισμού και ρηχότητας στους ίδιους τους τους εαυτούς, σκέφτηκαν πόσο σωστά ήταν τα λόγια που μόλις άρθρωσαν. Κι έκαναν μέσα τους έναν μικρό παιάνα – τον παιάνα της πεζότητας, της μίνιμουμ αυτοσυντήρησης και της κοινής λογικής που μας γλιτώνει όλους τυχαία από την τρέλα. Και σκέφτηκαν οι Υπερόπτικ ότι η μεγαλοφυία και το κάψιμο συνορεύουν όπως το γουρούνι με το νερό. Από καθόλου ως πάρα πολύ.
Γιατί τίποτα δεν αποκλείει μια βροχή γουρουνιών στην καραϊβική – και κανείς δε μας απαγορεύει να γίνουμε το έκθαμβο μάτι του ψαριού που βλέπει το γουρούνι να κολυμπάει στον υδάτινο ουρανό του ωκεανού. Απλά να προσέχουμε λίγο μην το χάσουμε.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

"ΜΑΥΡΑ ΚΟΥΛΟΥΜΑ"

Έτσι κυνηγώντας μαβιούς κύκνους και ασημένια πούπουλα οι Υπερόπτικ Σαρκάστικ τη βρίσκουνε στα αστικά τοπία με τους μαγικούς φεγγίτες, στα πίσω παράθυρα με τις διάφανες λίμνες και στα κουτιά του καφέ με άρωμα Κολομβίας. Γιατί οι Υπερόπτικ εκτός από το μεταδιαστατικό ονειρομεταφορέα που τους πάσαρε κάποτε ένας αμφίβολος μεσίτης σε μορφή τηλεφωνακίου ντουζιέρας, έχουν χρησιμοποιήσει και χρησιμοποιούν κατά καιρούς το γιγαντιαίο απαστράπτοντα νυχοκόπτη, που επιτρέπει τομές σε πραγματικότητες ανοίγοντας πύλες σε μέγεθος νυχιού, τον υπερθερμαντικό πολυαναπτήρα, που αν καταφέρεις να τον ανάψεις στο κέντρο του τυφώνα δημιουργεί την παραίσθηση των τελευταίων ημερών της Πομπηίας, και φυσικά το πιο εύχρηστο από όλα, τον πρωτεϊνικό τυροσουγιά. 

Αυτό το τελευταίο μεταγκατζετίδι οι Υπερόπτικ το πέτυχαν κάποτε στην Ελβετία, τότε που έχασαν τη μπουκίτσα τους στην καζάνα με το φοντύ και αναγκάστηκαν από τον κανονισμό να πέσουν στη λίμνη με βαρίδια στα πόδια. Εκεί στον πάτο της λίμνης οι Υπερόπτικ ανακάλυψαν μια ολόκληρη πόλη φτιαγμένη από γραβιέρα όπου το έμμενταλ λατρευόταν ως θεός, κι όπου αν περιδιαβείς για ικανοποιητικό τουριστικό χρόνο τα κίτρινα στενοσόκακκα θα φτάσεις στο μαγαζί του γέρου πια Τυροκομίξ που οι πατούσες του βρωμάνε σαν μουχλιασμένο Ρεμπλοσόν (κρεμώδης τύρος με χαρακτηριστική μπίχλα). Ο γερο-Τυροκομίξ έχει ξεχάσει πια να μιλάει τη γλώσσα των ανθρώπων και έχει κατασκευάσει ένα δικό του αλφάβητο με τυριά, όπου για να δηλώσει έκπληξη σου δείχνει το ροκφόρ, για να δηλώσει δυσαρέσκεια σου δείχνει τη δανέζικη φέτα και για να δηλώσει κατάφαση ή ευχαρίστηση τρίβει παρμεζάνα μέχρι να κουραστούν τα χέρια του. Οι Υπερόπτικ Σαρκάστικ υπήρξαν τυχεροί. Μόλις ο γερο-Τυροκομίξ τους είδε να παραμερίζουν την κουρτίνα από λαστιχωτό τυρί του τοστ που εκτελούσε χρέη πόρτας στο μαγαζί του, πήρε την παρμεζάνα και της άλλαξε τα φώτα. Καλό σημάδι αυτό, σκέφτηκαν αμέσως οι Υπερόπτικ Σαρκάστικ αναθυμούμενοι το εγχειρίδιο περί Τυρογλωσσίας που είχαν βρει κάποτε στα απόκρυφα αρχεία του Φερντινάρ ντε Σωσούρ, και χωρίς να τυροτριβούν άρχισαν να επεξεργάζονται τα τυρογκατζετίδια που κοσμούσαν τα ράφια του γερο-Τυροκομίξ.

Εκεί βρήκαν μετά από κάνα δίωρο ένα μικρό κίτρινο σουγιά εξολοκλήρου φτιαγμένο από κεφαλοτύρι, που έφερε την επιγραφή «Made in Switzerland. The only genuine protein cheeseblade guaranteed by the International Linguistic Association».

Οι Υπερόπτικ ως αμάσητες μετακυταρρικές διπολικές οντότητες που πολλά έχουν δει τα μάτια τους, δεν ιντριγκάρονται πλέον εύκολα. Παρόλα αυτά η σύνδεση τυριού και Γλωσσολογικής Διεθνούς στο πρόσωπο αυτού του μικρού πρωτεϊνικού τυροσουγιά τους ιντρίγκαρε όπως ο διάολος ιντριγκάρεται από το λιβάνι: αρκετά δηλαδή για να αγοράσουν το σουγιά, δίνοντας στο γερο-Τυροκομίξ την υπόσχεση ότι όταν τους ξαναφέρει ο δρόμος τους από την Ελβετία θα βουτήξουν στη λίμνη να του πουν ένα γεια.

Οι Υπερόπτικ μέχρι σήμερα δεν έχουν κρατήσει την υπόσχεσή τους, αλλά αυτό δεν τους πτοεί γιατί η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις. Ούτε και είχαν ποτέ χρησιμοποιήσει το σουγιά μέχρι χθες. Ήξεραν βέβαια πώς λειτουργεί ο σουγιάς από πέρσι το πάσχα, που ο μικρανηψιός του Σωσούρ ονόματι Φερντινάρ Τζούνιορ τους πάσαρε ένα απόκρυφο λινκ για να κατεβάσουν το σχετικό απόκρυφο μάνιουαλ, το οποίο ανάμεσα σε σελίδες επί σελίδων με καββαλιστικά σύμβολα, αποκάλυπτε ότι
«ο σουγιάς εκπληρώνει τη λειτουργία του όταν ο κάτοχος εκνευριστεί αρκούντως με κάποια λέξη ώστε να θελήσει να ξύσει την επιφάνειά της με τον τυροσουγιά, ώσπου να αποκαλυφθεί η ουσία της. Χρησιμοποιήστε το σουγιά μόνο όταν η ενόχληση από τη λέξη σας φέρει στο αμήν. Μη χρησιμοποιείτε το σουγιά για λέξεις που σας φαίνονται ευχάριστες».
 Ο τυροσουγιάς είχε μείνει ξεχασμένος στο βάθος του ψυγείου μέσα στον υγραντικό του σάκο για χρόνια. Οι Υπερόπτικ παραλίγο να τον χρησιμοποιήσουν όταν συνάντησαν τη λέξη «τσιμούχες» πρόπερσι, και άλλη μια φορά όταν κάτι φίλοι γυρνώντας από τη Σερβία τους ενημέρωσαν ότι εκεί λένε το κοκτέιλ «κοκτέλι» - ευκαιρίες που χάθηκαν γιατί οι Υπερόπτικ δεν ήταν καθόλου σε φάση ανασκολοπισμού λέξεων.

Παρόλα αυτά χθες, με το που ξύπνησαν πίνοντας τον κολομβιανό καφέ τους, αναπόλησαν την τυρένια πόλη που είχαν συναντήσει τότε στον πάτο της ελβετικής λίμνης κι ένιωσαν ότι οι ανασκαπτικές λεξιλογικές τους κεραίες ήταν έτοιμες να αναλάβουν την ενόχλα που εδώ και χρόνια τους προξενεί το σύνδρομο της Καθαράς Δευτέρας με τη λέξη-κόλαφο «ΚΟΥΛΟΥΜΑ».

Όταν λοιπόν έφτασε μεσημέρι και η μυρωδιά της ταραμοσαλάτας είχε πλέον χτυπήσει κόκκινο στη γειτονιά, οι Υπερόπτικ έβγαλαν με προσοχή τον τυροσουγιά από τη θήκη του, τον απίθωσαν στο τραπέζι της κουζίνας και άνοιξαν το απόκρυφο μάνιουαλ αναζητώντας οδηγίες χρήσεως – τις οποίες προς μεγάλη τους έκπληξη δεν έβρισκαν πουθενά. 

-          τι σκατά, είπε κάποια στιγμή απηυδησμένος ο Υπερόπτικ. Πώς είναι δυνατόν να ξύσει κανείς την επιφάνεια μιας λέξης;
-          Εκτός αν γράφαμε σε μια χαρτοπετσέτα «ΚΟΥΛΟΥΜΑ» με ταραμά ξέρω γω, κχχχχχ κχχχχχ κάγχασε ο Σαρκάστικ.

Αλλά δεν πρόλαβε να ευχαριστηθεί τον καγχασμό του, γιατί ευθύς μόλις ξέρασε τη λέξη κολοφώνα, από το στόμα του βγήκε μια μεγάλη φυσαλίδα σαν αυτές που κάνουμε από σαπούνι, φυσαλίδα που έλαμψε προς στιγμήν με μυριάδες χρώματα σαν καλειδοσκόπιο, κ έπειτα έκατσε στον πάγκο της κουζίνας, όπου και έσπασε κάνοντας ένα μικρό «πλιφ», αφήνοντας στον πάγκο μια γλοιώδη εκτοπλασματική μάζα κάτω από την οποία οι Υπερόπτικ Σαρκάστικ μένοντας μαλάκες είδαν τη λέξη «ΚΟΥΛΟΥΜΑ» να σχηματίζεται με το γραφικό χαρακτήρα πεντάχρονου που μουτζουρώνει το τετράδιό του με στάμπιλο μπος.
Ντόιόιόινγκ, έτσι γίνεται λοιπόν, αναφώνησαν οι Υπερόπτικ και άνοιξαν ευθύς τον τυροσουγιά στην πιο κοφτερή του λεπίδα. Έπειτα παραμέρισαν τη γλίτσα με ένα χαρτί κουζίνας και βάλθηκαν να ξύνουν τα γράμματα που φαίνονταν να έχουν λερώσει ανεπανόρθωτα τον πάγκο, λες και είχαν χαραχτεί εκεί από το χέρι της μοίρας.

Προς μεγάλη τους έκπληξη, με το που άγγιξε ο τυροσουγιάς τον ξύλινο πάγκο, αντί να τριφτεί και να σπάσει μπήκε βαθειά στο ξύλο και έξυσε μια μεγάλη φλούδα που έπεσε στο πάτωμα με τη χάρη ξεφλουδισμένης μπανάνας. Οι Υπερόπτικ ένιωσαν τα μικροαστικά τους ένστικτα περί προστασίας των επίπλων να εξεγείρονται αλλά την ίδια στιγμή χτύπησε τα ρουθούνια τους μια μυρωδιά που τους καθήλωσε, μια μυρωδιά άνοιξης και φρεσκοψημμένης λαγάνας που φαινόταν να έρχεται από την τρύπα που έχασκε στον πάγκο. Καλή φάση, σκέφτηκαν οι Υπερόπτικ και ξανάχωσαν το σουγιά στον πάγκο που αυτή τη φορά έκοψε βαθειά το ξύλο με την ευκολία που το μαχαίρι κόβει το βούτυρο, για να αποκαλύψει ένα μαύρο υγρό που κόχλαζε κι έβγαζε πράσινο ατμό.

-          λες να υλοποιηθούν στον ατμό όλα τα κούλουμα που έχουμε περάσει και να περάσει όλη μας η ζωή σαν ταινία μπροστά στα μάτια μας;

Αναρωτήθηκαν με μια φωνή οι Υπερόπτικ.

Πόσο λάθος έκαναν.

Γιατί την ίδια στιγμή ένας εκκωφαντικός ήχος κλαρίνου τρύπησε τα τύμπανά τους, και μια ντουντούκα από το πουθενά άρχισε να φωνάζει «όλοι στη διοργάνωση του δήμου για την αναβίωση των κουλούμων, τζάμπα λαγάνες για όλη την οικογένεια και φασολάδα σε καζάνια, ελάτε για το παραδοσιακό πέταγμα αετού από τον παπά της ενορίας, έκθεση στο πολιτιστικό κέντρο του δήμου μας με γλυπτά από χαλβά που έκαναν τα μέλη του εξωραϊστικού συλλόγου ανθέων, αυγοτάραχο μεσολογγίου τώρα με τη σέσουλα για το εξοχικό σας πικ νικ, ντολμαδάκια γιαλατζή για μικρούς και μεγάλους στο μπερντέ του καραγκιόζη, περάστε κόσμε, ήλιος με δόντια και UNLEASH THE KRAKEN τρέξε κόσμε KRAKEN γεμιστό στη θράκα κχχχχχχχχχχχχ κχχχχχχχχχχχ»

- ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ έκραξαν οι Υπερόπτικ, η αόρατη ντουντούκα ούρλιαζε τόσο δυνατά που οι τοίχοι άρχισαν να τρέμουν και από την πληγή που άνοιξε ο τυροσουγιάς στον πάγκο το μαύρο υγρό άρχισε να αναβλύζει σα ζεστή λάβα που γέμιζε το δωμάτιο, οι Υπερόπτικ ξαφνικά βρέθηκαν να κολυμπάνε στο ζεστό υγρό που έμπαινε στα ρουθούνια και στο στόμα τους ώσπου όλα σκοτείνιασαν και τότε οι Υπερόπτικ ένιωσαν ότι τα μετακυτταρικά τους χέρια μυρμήγκιασαν για να διασπαστούν σε εκατοντάδες κόκκους ρυζιού, και μια τρομαχτική μυρωδιά από μαϊντανό και κρεμμύδι τους διάβρωσε μέχρι το κόκκαλο, και τότε άκουσαν καθαρά μέσα στο χαμό τις λέξεις:
 «ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΜΑ είναι ο υπαίθριος εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας ετυμολογία άγνωστη χαλβάς άφθονος τσάμικα στη ρούμελη χαρταετός στου φιλοπάππου» 
και οι Υπερόπτικ τότε κατάλαβαν ότι τόση ώρα κολυμπούσαν μέσα σε ένα πηχτό λαδόξιδο απέραντο σα θάλασσα, η ντουντούκα ακουγόταν από τον ουρανό, και στρέφοντας το βλέμμα προς τα πάνω είδαν έναν ήλιο τεράστιο που άρχισε να ουρλιάζει κι αυτός «ΠΑΡΕ ΕΝΑ ΕΠΟΧΙΑΚΟ ΜΠΟΥΦΑΝΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΙΚ ΝΙΚ», αλλά δεν πρόλαβαν να απαντήσουν γιατί ο ήλιος σκοτείνιασε ξαφνικά καθώς ένας τεράστιος ζέππελιν ντολμάς άρχισε να κάνει αβέβαιες μανούβρες για να βουτήξει σε αποστολή αυτοκτονίας στη θάλασσα λαδόξιδο σκορπίζοντας παντού φυλλάδια που έγραφαν «Γίνε κ εσύ γέμιση για το γιγάντιο καλαμάρι» και «το ΚRΑΚΕΝ τώρα στο δήμο μας, έλα και εσύ να φας σαρακοστιανό κράκεν».
Οι Υπερόπτικ έκλεισαν τα μάτια και προσπάθησαν να συγκεντρώσουν ό,τι απέμενε από τη συνείδησή τους σε αυτό το αποτρόπαιο πανηγύρι του κουλουμοτρόμου. Αποφάσισαν να σταματήσουν να κολυμπάνε στο λαδόξιδο και να αράξουν κάνοντας τους ψόφιους στην επιφάνεια, με την ελπίδα να σταματήσει το μαρτύριο, πιάνοντας ένα τεράστιο σωσίβιο σε μορφή λουκουμά που έπλεε προς το μέρος τους, για να διαπιστώσουν ότι πάνω στο σωσίβιο κάθονταν ήδη δυο τύποι που τους έγνεφαν πανικόβλητα να ανέβουν πάνω.

-          μα πώς σταματάει αυτό το πράμα;;; φώναξε ο Υπερόπτικ
-          έλεος έλεος πια έκραξε ο Σαρκάστικ
-          ΚΡΑΤΗΘΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΥΚΟΥΜΑΑΑΑΑΑΑ φώναξε ο ένας από τους τύπους του λουκουμά
-          ΓΡΑΠΩΘΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΥΛΟΥΜΑΑΑΑΑΑΑ φώναξε κι ο άλλος
-          Από ποιόόόόόν;;;;;;;;;;; ρώτησαν με μια φωνή οι Υπερόπτικ
 
Και σαν από θαύμα με το που άγγιξαν το λουκουμά οι Υπερόπτικ έπαψε η οχλοβοή, η θάλασσα εξαφανίστηκε, οι ντολμάδες και η απειλή του σαρακοστιανού κράκεν εξατμίστηκαν σα φρέσκο χιόνι στον κλίβανο του μεσημεριού, και ο πάγκος της κουζίνας έλαμψε πιο καθαρός από ποτέ, και οι τοίχοι ήρθαν στη θέση τους, και ο τυροσουγιάς ήταν πάλι στο τραπέζι της κουζίνας, και οι Υπερόπτικ κάθονταν αποσβολωμένοι στις γνωστές τους θέσεις με το μισοτελειωμένο κολομβιανό καφέ ακόμα αχνιστό μπροστά τους.
 
-          Τι μαλακία ήταν αυτή; Έκανε ο Σαρκάστικ. Δηλαδή τώρα είδαμε την ουσία των κουλούμων; Τι μαλακία ρε συ αν είναι δυνατόν.
-          Απίστευτη παπαριά, συμφώνησε ο Υπερόπτικ. Αυτά τα ξέραμε από πριν.
-          Όμως ίσως.... έκανε με ένα νοσταλγικό σπάσιμο στη φωνή του ο Σαρκάστικ
-          Τι;
-          Ίσως ίσως.... αυτή να είναι η ουσία της λέξης κούλουμα. Ναι, τώρα το νιώθω.
-          Μα τι νιώθεις, πιο ηλίθια ταλαιπωρία δεν έχουμε ξαναδεί.
-          Μα ναι... αυτό είναι τα κούλουμα.
-          Έχεις δίκιο.... ψιθύρισε ο Υπερόπτικ μαγεμένος. Αυτό είναι τα κούλουμα... μια ηλίθια λέξη που θυμίζει λουκουμά...
-          Λουκουμά..... κουλουμά.... κουρκουμά.....έκανε ο Σαρκάστικ κλείνοντας ονειρικά τα μάτια κι αφήνοντας ένα γλυκερό κύμα νοήματος να τον πλημμυρίσει....
-          Ευχαριστώ τυροσουγιά... ευχαριστώ! Είπε ο Υπερόπτικ και άρχισε να τραγουδάει ένα παλιό μπλουζ του Τομ Γουέιτς που διασκεύασε κάποτε – χάλια – ο Φοίβος Δεληβοριάς:
- Ήρθε η Καθαρά Δευτέρα, το μυρίζω στον αέρα
Ο Σαρκάστικ άνοιξε τα μάτια και συμπλήρωσε με τη μαύρικη σόουλ φωνή του
                        - Καθαρίζαμε όλη μέρα, και φωνάξαμε τη λέρα
Κι έπειτα βάλθηκαν και οι δύο να γκαρίζουν με όλο τον πόνο πληγωμένης τρομπέτας από τη Νέα Ορλεάνη
 
                        Να μας έρθει για βεγγέρα
                        Το σκαρί πέφτει σε ξέρα
                        Στο παρίσι βλέπω κούλουμα, παντούουουουουουουου
                       
Κι ο ταραμάς έχει σβωλιάσει
Και η πίτα έχει πιάσει
Τη λαγάνα έχω μπερδέψει με ψωμιάαααα
Και τα μπλίνι έχουν χαλάσει
Το χταπόδι έχω ξεχάσει
Και τα σπανακοπιτάκια περιείχαν και αυγά...
 
Καθαρίζοντας κρεμμύδια
Μελαγχόλησαν τα μύδια
Δε μιλιούνται πια τα στρείδια
Κι είναι μία από τα ίδια
Τόριξα ξανά στα ξύδια
Κούλουμα, σπασμένα αρχίδια
Στο παρίσι μαύρα κούλουμα παντούουουουουου
 
Κι η χαρά μας έχει αφήσει
Τόσα κούλουμα έχω ζήσει
Με πικ νικ μέσα στη φύση κι αετόοοοοο
Το φαί δεν είναι λύση
Η μουργέλα έχει νικήσει
Και το παιδικό μας κέφι έχει φύγει και αυτό....
 
Κι είναι μαύρη η Δευτέρα
Βρώμικη σκουληκαντέρα
Αχ να ήμουν στη Θαντέρα
Ν’αντηχούσαν οι Παντέρα
Προσφορά στο Μέταλ Έρα
Υποβόσκει μια ξενέρα
Στο παρίσι, φλωροκούλουμα παντούουουουου
 
Αλλά σήμερα είναι ωραία,
Μαζευτήκαμε παρέα,
Όλα είναι μια ιδέα τελικά...
Ένα γέλιο τι κοστίζει,
Κι όμως ναι, πόσο αξίζει
Όταν είσαι όλη μέρα βουτηγμένος στα σκατά...
 
Κοίτα τώρα απ’το μπαλκόνι
Ένα τρένο που ζυγώνει
Να μας πάει
Για τα κούλουμα
Του νου.........................................................
  

Καλή Σαρακοστή από τους Υπερόπτικ Σαρακάααστικ κχχχχχχ κχχχχχχχχχχχχχ
 
 

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

la carte postale: από τον Υπερόπτικ στον Σαρκάστικ και παραπέρα

Αποτινάσσοντας λοιπόν από τα σκονισμένα πέτα τους την μικρή άχρονη στιγμή μη γαματοσύνης (την αναγκαία διαλεκτικά με τρόπο που μπορεί να σας εξηγήσει ο κάθε εγελιανός μην πάτε μακριά) οι Υπερόπτικ συνεχίζουν ακάθεκτοι τις κοσμικές τους τσαλαβούτες, οι οποίες τόσο απρόσμενα τους φέρνουν αυτή τη φορά στα πόδια του γάλλου φιλόσοφου Ζακ Ντεριντά, του επονομαζόμενου πασά της γνώσης από ορισμένους παρισινούς και όχι μόνο κύκλους, του ατρόμητου αποδομιστή που ποτέ δεν εργάσθηκε αμισθί, του άρχοντα των φιλοσοφικών μετα-τσαχπίνικων λογοπαιγνίων στην πλάτη του Χάιντεγκερ, του ανθρώπου που ανέδειξε την ανορθογραφία σε μοχλό σκέψης και μας έκανε τα μυαλά φιόγκο.

Πα-γιδ-ευμένοι οι Υπερόπτικ στα χιάσματα των λέξεων και στα χάσματα του λόγου κάνουν όρκο προσωρινά τουλάχιστον να σκέφτονται χιαστί, να λογοπαιγνιάζουν απενοχοποιημένα και να αποφεύγουν τα απονεννοημένα - διαβήματα και βήματα, γιατί μπορεί οι Υπερόπτικ να πτοούνται πού και πού, να αλλάζουν κοσμοείδωλα όπως ο Σεφέρης αλλάζει πουκάμισα και να πακετώνονται με τις καθημερινές τρικλοποδιές που τους βάζει ο Βούδας στο δρόμο τους για να τους τεστάρει (ή γιατί βαριέται), παρόλα αυτά οι Υπερόπτικ ξέρουν ότι
η γαματοσύνη δεν είναι ζητούμενο, είναι αξίωμα.
Το οποίο παίρνει δυο μορφές:

1) τη μαθηματική αξιωματική μορφή του τύπου είμαστε γαμάτοι από κει και πέρα μιλάμε, φτου και το πατάω και δεν το ξεκολλάω δεν ακούω τίποτα, λαλαλαλαλαλαλαλα δεν ακούω λαλαλαλαλαλαλα 
(τα αξιώματα είναι αναπόδεικτα και δεν ασχολούνται καν)

2) τη φιλοσοφική αξιωματική μορφή που είναι το ίδιο με τη διαφορά ότι σε αυτό το πεδίο μας δίνεται η δυνατότητα να θολώσουμε τα νερά αναφερόμενοι στην εσωτερική συνάφεια των συστημάτων (άμα είμαστε γαμάτοι για τα δικά μας κριτήρια είμαστε γαμάτοι τελείωσε), στην αδυνατότητα να εκφέρουμε γενικευμένες αξιακές κρίσεις που να στέκουν (δεν πα να λέει όποιος λέει ό,τι θέλει) και εν τέλει στην ευελιξία των φιλοσοφικών αξιωμάτων που πάντα στην πορεία γίνονται αφορμές κατανόησης του νοήματος που έχουμε θέσει προς διερεύνηση και μπορούμε να κάνουμε ερμηνευτικό κύκλο και να δούμε τι παίζει και μπλα μπλα μπλα.

Ωπ, μόλις αυτοαναιρεθήκαμε λέγοντας πως το αξίωμα δεν είναι πια αξίωμα αλλά ζητούμενο.

Αλλά δεν τρέχει μία.

Χαλαρώνουμε και ακούμε το κελάιδισμα των αποδομητικών πουλιών που φαίνεται ότι μόλις μας επισκέφτηκαν. Είμαστε ήδη ωραίοι και άνετοι από τα πριν. Γιατί έτσι αναδείχτηκε το θέμα της γαματοσύνης ως πλήρες σημασιών, κομβικό αποκρυστάλλωμα του παντός και του τίποτα, ως ορίζοντας περατότητας του ανθρώπου ως τέτοιου και τελικά ως γραφή και ίχνος που όσο και να κυνηγάμε την υλικότητά του θα καταλήγουμε πάντα να επιβεβαιώνουμε τη φευγαλέα δευτερογενή του φύση, που παίζει να μας απελευθερώνει με γαμάτο τρόπο την ίδια στιγμή που μας φυλακίζει με ηλίθιο τρόπο.

Και τώρα ας παραθέσουμε τα λόγια του πασά:
« l’intimité de la gamatosyne avec la moundrouchosyne (μουν-τρου-χο-σύνη > μουντρούχος en grec)- ce que je définirais comme la non-gamatosyne par excellence-, c’est l’intimité avec le moins intime, une non-intimité qui la rapporte au plus hétérogène, à ce qui ne se laisse en aucun cas intérioriser, pas même subjectiver: ni aliéné, dirais-je, ni inaliénable » (Δερριδάς, Résistances de la gamatosyne, Paris, 1996)
Το κακό είναι ότι αυτά τα λόγια έχουν άπειρο νόημα, το καλό είναι ότι θα μείνουν αμετάφραστα, σαν ίχνη simulacrώνε πάνω στο υπερχαρτί του τίποτα μιας γραφής που δεν αρθρώνεται από κανέναν. Ένας απλός γκούγκλ τρανσλέιτορ με ενσωματωμένο μεταπρουστικό μετασχηματιστή θα έκανε την καλύτερη δουλειά. Αλλά μπορούμε να αρκεστούμε στο απλό γκούγκλ, να χαζέψουμε λίγο τις ρίζες των λέξεων και να καταλάβουμε λέξεις κλειδιά, ή, γιατί όχι, να θολώσουμε το βλέμμα μας και να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε μικρές τρισδιάστατες εικόνες εστιάζοντας στα κενά ανάμεσα των λέξεων.

Σε κάθε περίπτωση ας αφήσουμε τις ασπρόμαυρες κουκίδες – γράμματα....- να πλημμυρίσουν το οπτικό μας πεδίο, κι ας δούμε εικόνες μέσα απ’αυτές:
- Βλέπω.... βλέπω λογής λογής λουλούδια... κι ένα καραβάκι! Ναι, ένα μικρό μαύρο καραβάκι που αρμενίζει σε μια λευκή θάλασσα....
- Κι εγώ... κι εγώ βλέπω.... ένα αρκούδι... ναι αρκούδι είναι.... όχι κάτσε είναι ο Ζίζεκ....
Ξεφωνίζουν με τις παιδικές φωνούλες τους οι Υπερόπτικ Σαρκάστικ ενώ κυλιούνται στα γρασίδια της αποδόμησης ατενίζοντας παιχνιδιάρικα στον ουρανό τα σύννεφα της ουσιοκρατίας.

Και ο άνεμος είναι δροσερός και ευχάριστος, και το καλοκαιρινό απόγευμα πλησιάζει στο τέλος του. Οι Υπερόπτικ αποφασίζουν να μη μετακινηθούν καθόλου: τα σύννεφα αρχίζουν να αραιώνουν καθώς έρχεται το βράδυ, και τα αποδομητικά αηδόνια στριγγλίζουν με λύσσα βαγκνερικούς παιάνες και φέρνουν φασαριόζικες βόλτες στον ουρανό.

Είναι η κατάλληλη στιγμή για τους Υπερόπτικ να ετοιμάσουν την πίπα της ειρήνης. Δε θα την ανάψουν όμως παρά τη στιγμή που τα πουλιά θα βγάλουν το σκασμό και θα παλουκωθούν στα σιωπηλά δέντρα για να κοιμηθούν. Τότε οι Υπερόπτικ θα χαζέψουν με την ησυχία τους το χοντρό γερο-Ήλιο να πέφτει, θα μυρίσουν το ζεστό χορτάρι και θα αφουγκραστούν τις ασημένιες καμπάνες που χτυπάνε κάπου μακριά στα χωράφια. Και καθώς θα σκάνε τα αστέρια οι Υπερόπτικ θα έχουν όλο το χρόνο, ανάμεσα σε τριπαριστές τζουρίτσες καπνού και παραληρηματάκια περί γαματοσύνης, να περισυλλέξουν στο χαλαρό ό,τι έχει μείνει όρθιο από την πουλοχιτσκοκική επίθεση στο εύθραυστο cogito, ετοιμάζοντας στο μυαλό τους ταξίδια πέρα από την κοιλάδα των απύρηνων κρεμμυδιών, πέρα από τους μεγαλοπρεπείς θριάμβους της αμφιβολίας και απ'το ασπρόμαυρο πανηγύρι των λέξεων.