Σε ένα αραχτό πράσινο παγκάκι μιας μεσημεριανής παιδικής χαράς, ενώ προσπαθούσε να πετύχει την τέλεια αναλογία μους σοκολάτας, καφέ και τσιγάρου για να φτιάξει την τέλεια μπουκιά, ο Υπερόπτικ ένιωσε μια ψυχρούλα παρά τον ήλιο, και έβαλε το μπουφανάκι του μονολογώντας «μα τι καιρός κι αυτός δεν ξέρεις πώς να ντυθείς».
Μια ατομάρα τρίχρονο το πολύ τετράχρονο τυπάκι με μαλλί γουλί και πουκάμισο με νεκροκεφαλές, έσκασε μύτη λιγουρευόμενο τις λιχουδιές που χλαπάκιαζε ο Υπερόπτικ με την παρέα του.
Ήταν μια ωραία στιγμή.
Και ο Υπερόπτικ που τρώει τις υπαρξιακές του σφυριές στις καλύτερες στιγμές, θυμήθηκε ότι σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε, πότε ήμασταν μικρά τυπάκια που σκαρφάλωναν στις τραμπάλες, πότε μεγαλώσαμε και αράζουμε στα παγκάκια και τα ψιλολέμε, και τότε έσκασε μύτη ο Τζόυς από το μακρινό Δουβλίνο και ξηγήθηκε θανατερή ματαιότητα εν μέσω αυγουστιάτικου χαλαρού κουβεντοβιγλίσματος.
Out of the frying pan of life into the fire of purgatory.
Does he ever think of the hole waiting for himself?
They say you do when you shiver in the sun.
"σιγά έτσι κι αλλιώς φαίνεται βαρετό" Shako, 2011 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.