Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Χάμλετ ή Το Μπαρόκ Δράμα του Υπερόπτικ στα στενά του Χρόνου



Ω φίλε Σαρκάστικ φίλε Σαρκάστικ. Είμαι ένα μηδενικό, σκέφτηκε ο Υπερόπτικ και πέταξε το βελούδινο μανδύα της ντίβας από τους χιονισμένους ώμους του. Έβγαλε το κραγιόν που φορούσε σκουπίζοντάς το στις βαριές κόκκινες κουρτίνες της αυλαίας, και άφησε το πρόσωπό του να παραμορφωθεί από την κραυγή του θεατρίνου ουρλιάζοντας από τη μέση της σκηνής:
Ποιός είμαι Σαρκάστιιιιιιικ;….. Ποιός είμαιιιιιιι…….
Το θέατρο ήταν άδειο. Ο Υπερόπτικ κατέβηκε από τη σκηνή έχοντας συναίσθηση του τραγικού του μεγαλείου και έσυρε τα βαρειά του βήματα μέχρι το φουαγιέ. Κατέρρευσε στο σκαμπό του μπαρ, μετά το δεύτερο ουίσκι που του σέρβιρε ο Τζακ, ο παλιός του αμπιγιέρ.

- τι τρέχει κύριε; δε σας έχω ξαναδεί σε τέτοια υπαρξιακή κρίση. 
- χέσε μέσα κακόμοιρε Τζακ. Είναι φορές που η ζωή φαντάζει τόσο… τόσο…
- κενή κύριε;
- ναι Τζακ. Ναι αυτό είναι. Κενή, είπε ο Υπερόπτικ και χάρισε ένα χαμόγελο στον κακομοίρη το Τζακ. Α ρε Τζακ. Έκανε μετά συλλογισμένος. Βλέπεις κι εσύ τόσο κόσμο να πηγαινοέρχεται… τόσες μεγάλες ντίβες… τόσοι και τόσοι ζεν πρεμιέ με τα χούγια τους και τα κουσούρια τους… α ρε Τζακ… έχεις ζήσει κ εσύ…
- εγώ κύριε… πήγε να ξετυλίξει ο Τζακ το σεντόνι της παρατηρητικά πολυτάραχης ζωής του
- φτάνει Τζακ. Φτάνει. Είναι φορές που τα λόγια μας προδίδουν Τζακ… και αυτή η φορά είναι μια απ’αυτές. Πιάσε ένα μπουκάλι Τζέιμσον και άσε με μόνο μου Τζακ… είπε ο Υπερόπτικ με φωνή που δε σήκωνε αντίρρηση. Ο Τζακ που κάτι ήξερε από παραξενιές θεατρανθρώπων έκανε ό,τι του είπε ο Υπερόπτικ - κι έπειτα έκλεισε ταμείο και τράβηξε για το φτωχικό του στο Γέρακα όπου τον περίμενε η γυναίκα του να βριστούνε για σαββατοκύριακο.

Πόσες ζωές… πόσοι ρόλοι… σκέφτηκε ο Υπερόπτικ ενώ ανέβαινε ξανά στην άδεια σκηνή παρέα με τον πιστό του Τζέιμσον τον κύριο Ουίσκη. 
Στημένο το σκηνικό, ακόμα ζεστό από τα βήματα των ηθοποιών και τον απόηχο του χειροκροτήματος… κι ο Υπερόπτικ, ένα μοναχικό φάντασμα στα χαλάσματα του σάπιου βασιλείου της Δανιμαρκίας - άρχισε να περιπλανιέται με την κρυφή ελπίδα να συναντήσει τον Άμλετ ή έστω την Οφηλία - να δει τα χειρότερα μπας και του φύγει λίγο από το υπαρξιακό του άλγος . 

Ανέβηκε στις πολεμίστρες και άραξε στην άκρη κάνοντας τη φιγούρα Σπάιντερμαν που αρμόζει σε τέτοιες υπαρξιακά βιγλιστικές φάσεις. 
Κάτω του απλωνόταν η πεδιάδα. Γεμάτη από τις καλύβες των κολλήγων, που σέρνουν τις μπότες τους στη λασπουριά της κάθε μέρας χωρίς να περιμένουν τίποτα. 
- τι μάταιο το ανθρώπινο μεγαλείο…φώναξε ο Υπερόπτικ με μια φωνή που έσκισε τη νύχτα και κάλεσε τα άγρια σκυλιά των διπλανών κάστρων σε πάρτυ ουρλιαχτών. 
Έπειτα ξέσπασε σε κλάμματα κοιτώντας προς τον ουρανό, με τις στάλες της βροχής να πέφτουν ορμητικά στο πρόσωπό του. 
- Γιατίιιιιι ούρλιαξε ο Υπερόπτικ, ΓΙΑΤΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙιιιιιιιιιιιιιιιιιι και ένα σμάρι κοράκια που θαρρείς και φώλιαζαν από πάντα στα χαλάσματα πετάχτηκε ορμητικό και άρχισε να φέρνει γύρες αψηφώντας τη βροχή.

- τι αναζητάς Υπερόπτικ σε αυτούς τους καταραμένους τόπους; άκουσε άξαφνα ο Υπερόπτικ μια αιθέρια φωνή πίσω του. 

Γύρισε για να αντικρύσει το Σαρκάστικ ντυμένο Οφηλία, γεμάτο λουλούδια στα μαλλιά και τρέλα στα μυαλά. 

Η βροχή είχε αρχίσει να κοπάζει και το δειλινό έδινε μια απόκοσμη όψη στα χαλάσματα και στη λουλουδιασμένη φάτσα του Σαρκάστικ.

- τι αναζητώ Σαρκάστικ; έλα ντε; μήπως την αλήθεια στην αναπαράσταση; μήπως την ποζεριά; την τρέλα; ή κάτι ακόμα πιο πέρα από όλα αυτά; 
- και τι μπορεί να είναι πέρα από όλα αυτά Υπερόπτικ; ρώτησε ο Σαρκάστικ 
- ο θάνατος Σαρκάστικ! Μόνο ο θάνατος. Είπε ο Υπερόπτικ τσακισμένος. Έπειτα όρθωσε το ανάστημά του, έβγαλε το σπαθί από το ζωνάρι του  και περπάτησε προς τη μέση της σκηνής για το μονόλογο που προοριζόταν να αφήσει σέκο το ακροατήριο.
Κι αν τη ζωή μου την πέρασα μέσα σε πεδία μαχών και σε βιβλία
Κι αν ρίσκαρα πολλές φορές το κεφάλι μου, για φίλους που άξιζαν, και γι’άλλους που με ευκολία μιας ανάσας με πρόδωσαν
Κι αν έψαξα την αλήθεια σε γωνιές που άλλοι ρυπαρές θα ονόμαζαν κι άλλοι ούτε να φτύσουν δε θα καταδέχονταν 
Κι αν ανασκάλεψα τα όνειρά μου όπως ο γέρος ψαράς τις τσέπες του παντελονιού του την αυγή 
Κι αν φορές φορές μου φαινόταν ο εαυτός μου απάλευτος - ο ναρκισσισμός μου ποταπός - και τούτο το σώμα που το σέρνω χρόνια τώρα από λάθος σε λάθος, κοίτα το, ζάρωσε Σαρκάστικ, δεν είναι πια αυτό που ήταν - 
Προσπάθησα… προσπάθησα όσο μπορούσα Σαρκάστικ!
Προσπάθησα κι όταν ακόμα οι αρουραίοι της νύχτας σιγότρωγαν το σκελετό του κουράγιου μου
Ακόμα κι όταν είδα το βασιλιά να κλαίει σκυφτός πλάι στο κουφάρι της ματαιοδοξίας του
Ακόμα κι όταν η νύχτα ήρθε να με βρει σε μια αφύλακτη στιγμή, κι εγώ έσκυψα και κάλυψα το ζοφερό της πρόσωπο με τα αγρίμια των αναστεναγμών μου
Κι όταν ο χρόνος μου χτύπησε την πόρτα με βαριά βήματα, για να με ρωτήσει - να με ρωτήσει Σαρκάστικ! Να με ρωτήσει ποιός είμαι… δεν ήξερα τι να του πώ Σαρκάστικ. Και σώπασα…

- Φτωχέ μου Υπερόπτικ… πώς βάθυναν έτσι οι ρυτίδες στο πρόσωπό σου; θαρρείς και τα νύχια της μοίρας έπαιξαν άσχημο παιχνίδι σκάβοντας τα μάγουλά σου… είπε τραγουδιστά ο Σαρκάστικ παιχνιδίζοντας χαρούμενα στα ρυάκια του μπαρόκ.
Κι έπειτα… έπειτα είναι και τα μαλλιά σου. Άσπρισαν πια… θυμάμαι σα ζουμπούλια τις τζίβες σου να ξεχύνονται στη γαμψή σου μύτη… και λογής λογής πουλάκια κι έντομα να χτίζουν φωλιές εκεί μέσα… πού πήγε τόση ομορφιά Υπερόπτικ; ω χρόνε σκληρέ που μαραίνεις τα λουλουδάκια και ασχημίζεις τη μούρη των τρελών και των γνωστικών το ίδιο, καθώς στο διάβα σου σαρώνεις τα πάντα με το φλογοβόλο της λήθης… 

- τίποτα δεν έμεινε από την πρότερή μας δόξα Σαρκάστικ. Κοίτα με. Ένα ερείπιο της ζωής, ένας γέρος θεατρίνος που σέρνει την ανάγκη του από σκηνή σε σκηνή, απο ψέμμα σε ψέμμα Σαρκάστικ… κι έπειτα κοίτα και σένα… πώς κάποτε στο βλέμμα σου μπορούσα να ξεκουράζω τις άεργες ώρες μου… τώρα; τώρα άγρια ελάφια φυλάνε τους συλλογισμούς σου, και τα λουλούδια στα μαλλιά πιότερο δείχνουν την τρέλα σου παρά την κρύβουν…

- κι από πότε σύντροφέ μου Υπερόπτικ φοβάσαι εσύ την τρέλα;

έθεσε ξαφνικά ο Σαρκάστικ το πιο καίριο ερώτημα της βραδιάς.

Κι από πότε λυγίζεις κάτω από το βάρος του χρόνου; η τρέλα -  φιλόξενο καταφύγιο για τους φυγάδες του χρόνου σαν κ εσένα κ εμένα Υπερόπτικ! Μήπως το ξέχασες, σοβάρεψες, βλάχεψες κι αμόλησες κουτσούβελα; μήπως αγχώθηκες κιόλας για την κατάσχεση του πατρικού σου πύργου στη Μάνη; ή για τους απλήρωτους λογαριασμούς και τους κλητήρες που προσπαθούν με πολιορκητικούς κριούς να μπουν σπίτι σου να σηκώσουν τα χαλιά; ή μήπως όλα αυτά είναι τερτίπια που θαρρείς πως θα με πείσουν να σ’αφήσω να πας για ύπνο από τώρα, για να ξυπνήσεις στις 7 να προλάβεις την ουρά του ΙΚΑ παρέα με τα άλλα ραμολημέντα σαν και του λόγου σου;

Τα σκληρά λόγια του Σαρκάστικ έπεσαν σαν απαλό χιόνι στη φλογισμένη ψυχή του Υπερόπτικ. 

Ξάφνου η τραγικότητα που μάστιζε την καρδιά του καταλάγιασε, κι έκανε χώρο στο χαβαλέ, ο οποίος θρονιάστηκε σαν καρεκλοκένταυρος φέρνοντας μαζί την αισιοδοξία και την ιλαρότητα και κάνοντας το γκοθ δράμα του Υπερόπτικ να φαντάζει αμήχανο και άκαιρο.

- πωπω… δίκιο έχεις… πάμε να φύγουμε από αυτόν τον παλιό κόσμο που ψυχορραγεί Σαρκάστικ! Αρκετά ψυχοπλακώθηκα… φτάνει! Θέλω κόσμο, θέλω τσάρκες και πιώμα, θέλω να κάνω τα κορδελλάκια μου και τις τρέλες μου!

- δε χρειάζεται να πάμε μακριά, απάντησε ο Σαρκάστικ και κοίταξε το ρολόι του. Είναι 9:25, η βροχή σταμάτησε και μυρίζει ήδη καλοκαίρι Υπερόπτικ. Πάμε να αλλάξουμε, να βάλουμε λαμέ, φτερά και πούπουλα και φύγαμε… 

- τέλεια, λέω να ντυθώ κότα έτσι για το εφφέ, ντύσου κι εσύ μπεκάτσα να κάνουμε θραύση, έκραξε ο Υπερόπτικ αναφτερωμένος ήδη. Και πού πάμε;

- Κάτω στην κοιλάδα έμαθα ότι έχει στήσει καμπαρέ ο Ντέιβηντ Μπάουι. Εμφανίζεται κάθε βράδυ και αυτοκτονεί επι σκηνής καταπίνοντας γκλίτερ μπροστά στους θεατές, θα γουστάρεις ατελείωτα, έκανε ο Σαρκάστικ κλείνοντας το μάτι στον Υπερόπτικ. Έχω κλείσει πρώτο τραπέζι πίστα με τον κύριο Ουίσκη. Παίζει να περάσει κ ο Άμλετ, αλλά πιο αργά γιατί έχει τα γενέθλια της δικιάς του σήμερα και τρώει παντόφλα. Αλλά ποιος τον χέζει; Νομίζω ότι δε θέλουμε τίποτα παραπάνω από μια ροκ εν ρόλ αυτοκτονία για να έρθουμε στα ίσα μας…

Και οι Υπερόπτικ Σαρκάστικ άπλωσαν τα θεατρικά τους ψεύτικα φτερά και άφησαν τα ερείπια της Δανιμαρκίας πίσω τους, ξεφεύγοντας ακόμα μια φορά στο τσακ από τη δαγκάνα του χρόνου. Για πόσο ακόμα θα μπορούν οι Υπερόπτικ να ξεγελάνε τους μασκοφόρους κλητήρες της μοίρας; για πόσο ακόμα θα διαστέλλουν το χρόνο και θα τηλεμεταφέρονται κατά βούληση; για πόσο ακόμα θα αντέχουν το τσίρκο της ύπαρξης, τη ματαιότητα των μεταμφιέσεων και των μεταφορών, τα άπειρα μπρέικθρους, τη φτήνεια των λέξεων; 

Οι Υπερόπτικ δεν ξέρουν. Αλλά ξέρουν ότι ό,τι είναι νάρθει θε να ρθεί, ότι το καλοκαίρι πλησιάζει, κι ότι όποτε γουστάρουν θα ντύνονται κότες και μπεκάτσες και θα τα πίνουν στο καμπαρέ του Μπάουι παρέα με τα φιλαράκια. 

1 σχόλιο:

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.