Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

"ΜΑΥΡΑ ΚΟΥΛΟΥΜΑ"

Έτσι κυνηγώντας μαβιούς κύκνους και ασημένια πούπουλα οι Υπερόπτικ Σαρκάστικ τη βρίσκουνε στα αστικά τοπία με τους μαγικούς φεγγίτες, στα πίσω παράθυρα με τις διάφανες λίμνες και στα κουτιά του καφέ με άρωμα Κολομβίας. Γιατί οι Υπερόπτικ εκτός από το μεταδιαστατικό ονειρομεταφορέα που τους πάσαρε κάποτε ένας αμφίβολος μεσίτης σε μορφή τηλεφωνακίου ντουζιέρας, έχουν χρησιμοποιήσει και χρησιμοποιούν κατά καιρούς το γιγαντιαίο απαστράπτοντα νυχοκόπτη, που επιτρέπει τομές σε πραγματικότητες ανοίγοντας πύλες σε μέγεθος νυχιού, τον υπερθερμαντικό πολυαναπτήρα, που αν καταφέρεις να τον ανάψεις στο κέντρο του τυφώνα δημιουργεί την παραίσθηση των τελευταίων ημερών της Πομπηίας, και φυσικά το πιο εύχρηστο από όλα, τον πρωτεϊνικό τυροσουγιά. 

Αυτό το τελευταίο μεταγκατζετίδι οι Υπερόπτικ το πέτυχαν κάποτε στην Ελβετία, τότε που έχασαν τη μπουκίτσα τους στην καζάνα με το φοντύ και αναγκάστηκαν από τον κανονισμό να πέσουν στη λίμνη με βαρίδια στα πόδια. Εκεί στον πάτο της λίμνης οι Υπερόπτικ ανακάλυψαν μια ολόκληρη πόλη φτιαγμένη από γραβιέρα όπου το έμμενταλ λατρευόταν ως θεός, κι όπου αν περιδιαβείς για ικανοποιητικό τουριστικό χρόνο τα κίτρινα στενοσόκακκα θα φτάσεις στο μαγαζί του γέρου πια Τυροκομίξ που οι πατούσες του βρωμάνε σαν μουχλιασμένο Ρεμπλοσόν (κρεμώδης τύρος με χαρακτηριστική μπίχλα). Ο γερο-Τυροκομίξ έχει ξεχάσει πια να μιλάει τη γλώσσα των ανθρώπων και έχει κατασκευάσει ένα δικό του αλφάβητο με τυριά, όπου για να δηλώσει έκπληξη σου δείχνει το ροκφόρ, για να δηλώσει δυσαρέσκεια σου δείχνει τη δανέζικη φέτα και για να δηλώσει κατάφαση ή ευχαρίστηση τρίβει παρμεζάνα μέχρι να κουραστούν τα χέρια του. Οι Υπερόπτικ Σαρκάστικ υπήρξαν τυχεροί. Μόλις ο γερο-Τυροκομίξ τους είδε να παραμερίζουν την κουρτίνα από λαστιχωτό τυρί του τοστ που εκτελούσε χρέη πόρτας στο μαγαζί του, πήρε την παρμεζάνα και της άλλαξε τα φώτα. Καλό σημάδι αυτό, σκέφτηκαν αμέσως οι Υπερόπτικ Σαρκάστικ αναθυμούμενοι το εγχειρίδιο περί Τυρογλωσσίας που είχαν βρει κάποτε στα απόκρυφα αρχεία του Φερντινάρ ντε Σωσούρ, και χωρίς να τυροτριβούν άρχισαν να επεξεργάζονται τα τυρογκατζετίδια που κοσμούσαν τα ράφια του γερο-Τυροκομίξ.

Εκεί βρήκαν μετά από κάνα δίωρο ένα μικρό κίτρινο σουγιά εξολοκλήρου φτιαγμένο από κεφαλοτύρι, που έφερε την επιγραφή «Made in Switzerland. The only genuine protein cheeseblade guaranteed by the International Linguistic Association».

Οι Υπερόπτικ ως αμάσητες μετακυταρρικές διπολικές οντότητες που πολλά έχουν δει τα μάτια τους, δεν ιντριγκάρονται πλέον εύκολα. Παρόλα αυτά η σύνδεση τυριού και Γλωσσολογικής Διεθνούς στο πρόσωπο αυτού του μικρού πρωτεϊνικού τυροσουγιά τους ιντρίγκαρε όπως ο διάολος ιντριγκάρεται από το λιβάνι: αρκετά δηλαδή για να αγοράσουν το σουγιά, δίνοντας στο γερο-Τυροκομίξ την υπόσχεση ότι όταν τους ξαναφέρει ο δρόμος τους από την Ελβετία θα βουτήξουν στη λίμνη να του πουν ένα γεια.

Οι Υπερόπτικ μέχρι σήμερα δεν έχουν κρατήσει την υπόσχεσή τους, αλλά αυτό δεν τους πτοεί γιατί η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις. Ούτε και είχαν ποτέ χρησιμοποιήσει το σουγιά μέχρι χθες. Ήξεραν βέβαια πώς λειτουργεί ο σουγιάς από πέρσι το πάσχα, που ο μικρανηψιός του Σωσούρ ονόματι Φερντινάρ Τζούνιορ τους πάσαρε ένα απόκρυφο λινκ για να κατεβάσουν το σχετικό απόκρυφο μάνιουαλ, το οποίο ανάμεσα σε σελίδες επί σελίδων με καββαλιστικά σύμβολα, αποκάλυπτε ότι
«ο σουγιάς εκπληρώνει τη λειτουργία του όταν ο κάτοχος εκνευριστεί αρκούντως με κάποια λέξη ώστε να θελήσει να ξύσει την επιφάνειά της με τον τυροσουγιά, ώσπου να αποκαλυφθεί η ουσία της. Χρησιμοποιήστε το σουγιά μόνο όταν η ενόχληση από τη λέξη σας φέρει στο αμήν. Μη χρησιμοποιείτε το σουγιά για λέξεις που σας φαίνονται ευχάριστες».
 Ο τυροσουγιάς είχε μείνει ξεχασμένος στο βάθος του ψυγείου μέσα στον υγραντικό του σάκο για χρόνια. Οι Υπερόπτικ παραλίγο να τον χρησιμοποιήσουν όταν συνάντησαν τη λέξη «τσιμούχες» πρόπερσι, και άλλη μια φορά όταν κάτι φίλοι γυρνώντας από τη Σερβία τους ενημέρωσαν ότι εκεί λένε το κοκτέιλ «κοκτέλι» - ευκαιρίες που χάθηκαν γιατί οι Υπερόπτικ δεν ήταν καθόλου σε φάση ανασκολοπισμού λέξεων.

Παρόλα αυτά χθες, με το που ξύπνησαν πίνοντας τον κολομβιανό καφέ τους, αναπόλησαν την τυρένια πόλη που είχαν συναντήσει τότε στον πάτο της ελβετικής λίμνης κι ένιωσαν ότι οι ανασκαπτικές λεξιλογικές τους κεραίες ήταν έτοιμες να αναλάβουν την ενόχλα που εδώ και χρόνια τους προξενεί το σύνδρομο της Καθαράς Δευτέρας με τη λέξη-κόλαφο «ΚΟΥΛΟΥΜΑ».

Όταν λοιπόν έφτασε μεσημέρι και η μυρωδιά της ταραμοσαλάτας είχε πλέον χτυπήσει κόκκινο στη γειτονιά, οι Υπερόπτικ έβγαλαν με προσοχή τον τυροσουγιά από τη θήκη του, τον απίθωσαν στο τραπέζι της κουζίνας και άνοιξαν το απόκρυφο μάνιουαλ αναζητώντας οδηγίες χρήσεως – τις οποίες προς μεγάλη τους έκπληξη δεν έβρισκαν πουθενά. 

-          τι σκατά, είπε κάποια στιγμή απηυδησμένος ο Υπερόπτικ. Πώς είναι δυνατόν να ξύσει κανείς την επιφάνεια μιας λέξης;
-          Εκτός αν γράφαμε σε μια χαρτοπετσέτα «ΚΟΥΛΟΥΜΑ» με ταραμά ξέρω γω, κχχχχχ κχχχχχ κάγχασε ο Σαρκάστικ.

Αλλά δεν πρόλαβε να ευχαριστηθεί τον καγχασμό του, γιατί ευθύς μόλις ξέρασε τη λέξη κολοφώνα, από το στόμα του βγήκε μια μεγάλη φυσαλίδα σαν αυτές που κάνουμε από σαπούνι, φυσαλίδα που έλαμψε προς στιγμήν με μυριάδες χρώματα σαν καλειδοσκόπιο, κ έπειτα έκατσε στον πάγκο της κουζίνας, όπου και έσπασε κάνοντας ένα μικρό «πλιφ», αφήνοντας στον πάγκο μια γλοιώδη εκτοπλασματική μάζα κάτω από την οποία οι Υπερόπτικ Σαρκάστικ μένοντας μαλάκες είδαν τη λέξη «ΚΟΥΛΟΥΜΑ» να σχηματίζεται με το γραφικό χαρακτήρα πεντάχρονου που μουτζουρώνει το τετράδιό του με στάμπιλο μπος.
Ντόιόιόινγκ, έτσι γίνεται λοιπόν, αναφώνησαν οι Υπερόπτικ και άνοιξαν ευθύς τον τυροσουγιά στην πιο κοφτερή του λεπίδα. Έπειτα παραμέρισαν τη γλίτσα με ένα χαρτί κουζίνας και βάλθηκαν να ξύνουν τα γράμματα που φαίνονταν να έχουν λερώσει ανεπανόρθωτα τον πάγκο, λες και είχαν χαραχτεί εκεί από το χέρι της μοίρας.

Προς μεγάλη τους έκπληξη, με το που άγγιξε ο τυροσουγιάς τον ξύλινο πάγκο, αντί να τριφτεί και να σπάσει μπήκε βαθειά στο ξύλο και έξυσε μια μεγάλη φλούδα που έπεσε στο πάτωμα με τη χάρη ξεφλουδισμένης μπανάνας. Οι Υπερόπτικ ένιωσαν τα μικροαστικά τους ένστικτα περί προστασίας των επίπλων να εξεγείρονται αλλά την ίδια στιγμή χτύπησε τα ρουθούνια τους μια μυρωδιά που τους καθήλωσε, μια μυρωδιά άνοιξης και φρεσκοψημμένης λαγάνας που φαινόταν να έρχεται από την τρύπα που έχασκε στον πάγκο. Καλή φάση, σκέφτηκαν οι Υπερόπτικ και ξανάχωσαν το σουγιά στον πάγκο που αυτή τη φορά έκοψε βαθειά το ξύλο με την ευκολία που το μαχαίρι κόβει το βούτυρο, για να αποκαλύψει ένα μαύρο υγρό που κόχλαζε κι έβγαζε πράσινο ατμό.

-          λες να υλοποιηθούν στον ατμό όλα τα κούλουμα που έχουμε περάσει και να περάσει όλη μας η ζωή σαν ταινία μπροστά στα μάτια μας;

Αναρωτήθηκαν με μια φωνή οι Υπερόπτικ.

Πόσο λάθος έκαναν.

Γιατί την ίδια στιγμή ένας εκκωφαντικός ήχος κλαρίνου τρύπησε τα τύμπανά τους, και μια ντουντούκα από το πουθενά άρχισε να φωνάζει «όλοι στη διοργάνωση του δήμου για την αναβίωση των κουλούμων, τζάμπα λαγάνες για όλη την οικογένεια και φασολάδα σε καζάνια, ελάτε για το παραδοσιακό πέταγμα αετού από τον παπά της ενορίας, έκθεση στο πολιτιστικό κέντρο του δήμου μας με γλυπτά από χαλβά που έκαναν τα μέλη του εξωραϊστικού συλλόγου ανθέων, αυγοτάραχο μεσολογγίου τώρα με τη σέσουλα για το εξοχικό σας πικ νικ, ντολμαδάκια γιαλατζή για μικρούς και μεγάλους στο μπερντέ του καραγκιόζη, περάστε κόσμε, ήλιος με δόντια και UNLEASH THE KRAKEN τρέξε κόσμε KRAKEN γεμιστό στη θράκα κχχχχχχχχχχχχ κχχχχχχχχχχχ»

- ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ έκραξαν οι Υπερόπτικ, η αόρατη ντουντούκα ούρλιαζε τόσο δυνατά που οι τοίχοι άρχισαν να τρέμουν και από την πληγή που άνοιξε ο τυροσουγιάς στον πάγκο το μαύρο υγρό άρχισε να αναβλύζει σα ζεστή λάβα που γέμιζε το δωμάτιο, οι Υπερόπτικ ξαφνικά βρέθηκαν να κολυμπάνε στο ζεστό υγρό που έμπαινε στα ρουθούνια και στο στόμα τους ώσπου όλα σκοτείνιασαν και τότε οι Υπερόπτικ ένιωσαν ότι τα μετακυτταρικά τους χέρια μυρμήγκιασαν για να διασπαστούν σε εκατοντάδες κόκκους ρυζιού, και μια τρομαχτική μυρωδιά από μαϊντανό και κρεμμύδι τους διάβρωσε μέχρι το κόκκαλο, και τότε άκουσαν καθαρά μέσα στο χαμό τις λέξεις:
 «ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΜΑ είναι ο υπαίθριος εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας ετυμολογία άγνωστη χαλβάς άφθονος τσάμικα στη ρούμελη χαρταετός στου φιλοπάππου» 
και οι Υπερόπτικ τότε κατάλαβαν ότι τόση ώρα κολυμπούσαν μέσα σε ένα πηχτό λαδόξιδο απέραντο σα θάλασσα, η ντουντούκα ακουγόταν από τον ουρανό, και στρέφοντας το βλέμμα προς τα πάνω είδαν έναν ήλιο τεράστιο που άρχισε να ουρλιάζει κι αυτός «ΠΑΡΕ ΕΝΑ ΕΠΟΧΙΑΚΟ ΜΠΟΥΦΑΝΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΙΚ ΝΙΚ», αλλά δεν πρόλαβαν να απαντήσουν γιατί ο ήλιος σκοτείνιασε ξαφνικά καθώς ένας τεράστιος ζέππελιν ντολμάς άρχισε να κάνει αβέβαιες μανούβρες για να βουτήξει σε αποστολή αυτοκτονίας στη θάλασσα λαδόξιδο σκορπίζοντας παντού φυλλάδια που έγραφαν «Γίνε κ εσύ γέμιση για το γιγάντιο καλαμάρι» και «το ΚRΑΚΕΝ τώρα στο δήμο μας, έλα και εσύ να φας σαρακοστιανό κράκεν».
Οι Υπερόπτικ έκλεισαν τα μάτια και προσπάθησαν να συγκεντρώσουν ό,τι απέμενε από τη συνείδησή τους σε αυτό το αποτρόπαιο πανηγύρι του κουλουμοτρόμου. Αποφάσισαν να σταματήσουν να κολυμπάνε στο λαδόξιδο και να αράξουν κάνοντας τους ψόφιους στην επιφάνεια, με την ελπίδα να σταματήσει το μαρτύριο, πιάνοντας ένα τεράστιο σωσίβιο σε μορφή λουκουμά που έπλεε προς το μέρος τους, για να διαπιστώσουν ότι πάνω στο σωσίβιο κάθονταν ήδη δυο τύποι που τους έγνεφαν πανικόβλητα να ανέβουν πάνω.

-          μα πώς σταματάει αυτό το πράμα;;; φώναξε ο Υπερόπτικ
-          έλεος έλεος πια έκραξε ο Σαρκάστικ
-          ΚΡΑΤΗΘΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΥΚΟΥΜΑΑΑΑΑΑΑ φώναξε ο ένας από τους τύπους του λουκουμά
-          ΓΡΑΠΩΘΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΥΛΟΥΜΑΑΑΑΑΑΑ φώναξε κι ο άλλος
-          Από ποιόόόόόν;;;;;;;;;;; ρώτησαν με μια φωνή οι Υπερόπτικ
 
Και σαν από θαύμα με το που άγγιξαν το λουκουμά οι Υπερόπτικ έπαψε η οχλοβοή, η θάλασσα εξαφανίστηκε, οι ντολμάδες και η απειλή του σαρακοστιανού κράκεν εξατμίστηκαν σα φρέσκο χιόνι στον κλίβανο του μεσημεριού, και ο πάγκος της κουζίνας έλαμψε πιο καθαρός από ποτέ, και οι τοίχοι ήρθαν στη θέση τους, και ο τυροσουγιάς ήταν πάλι στο τραπέζι της κουζίνας, και οι Υπερόπτικ κάθονταν αποσβολωμένοι στις γνωστές τους θέσεις με το μισοτελειωμένο κολομβιανό καφέ ακόμα αχνιστό μπροστά τους.
 
-          Τι μαλακία ήταν αυτή; Έκανε ο Σαρκάστικ. Δηλαδή τώρα είδαμε την ουσία των κουλούμων; Τι μαλακία ρε συ αν είναι δυνατόν.
-          Απίστευτη παπαριά, συμφώνησε ο Υπερόπτικ. Αυτά τα ξέραμε από πριν.
-          Όμως ίσως.... έκανε με ένα νοσταλγικό σπάσιμο στη φωνή του ο Σαρκάστικ
-          Τι;
-          Ίσως ίσως.... αυτή να είναι η ουσία της λέξης κούλουμα. Ναι, τώρα το νιώθω.
-          Μα τι νιώθεις, πιο ηλίθια ταλαιπωρία δεν έχουμε ξαναδεί.
-          Μα ναι... αυτό είναι τα κούλουμα.
-          Έχεις δίκιο.... ψιθύρισε ο Υπερόπτικ μαγεμένος. Αυτό είναι τα κούλουμα... μια ηλίθια λέξη που θυμίζει λουκουμά...
-          Λουκουμά..... κουλουμά.... κουρκουμά.....έκανε ο Σαρκάστικ κλείνοντας ονειρικά τα μάτια κι αφήνοντας ένα γλυκερό κύμα νοήματος να τον πλημμυρίσει....
-          Ευχαριστώ τυροσουγιά... ευχαριστώ! Είπε ο Υπερόπτικ και άρχισε να τραγουδάει ένα παλιό μπλουζ του Τομ Γουέιτς που διασκεύασε κάποτε – χάλια – ο Φοίβος Δεληβοριάς:
- Ήρθε η Καθαρά Δευτέρα, το μυρίζω στον αέρα
Ο Σαρκάστικ άνοιξε τα μάτια και συμπλήρωσε με τη μαύρικη σόουλ φωνή του
                        - Καθαρίζαμε όλη μέρα, και φωνάξαμε τη λέρα
Κι έπειτα βάλθηκαν και οι δύο να γκαρίζουν με όλο τον πόνο πληγωμένης τρομπέτας από τη Νέα Ορλεάνη
 
                        Να μας έρθει για βεγγέρα
                        Το σκαρί πέφτει σε ξέρα
                        Στο παρίσι βλέπω κούλουμα, παντούουουουουουουου
                       
Κι ο ταραμάς έχει σβωλιάσει
Και η πίτα έχει πιάσει
Τη λαγάνα έχω μπερδέψει με ψωμιάαααα
Και τα μπλίνι έχουν χαλάσει
Το χταπόδι έχω ξεχάσει
Και τα σπανακοπιτάκια περιείχαν και αυγά...
 
Καθαρίζοντας κρεμμύδια
Μελαγχόλησαν τα μύδια
Δε μιλιούνται πια τα στρείδια
Κι είναι μία από τα ίδια
Τόριξα ξανά στα ξύδια
Κούλουμα, σπασμένα αρχίδια
Στο παρίσι μαύρα κούλουμα παντούουουουουου
 
Κι η χαρά μας έχει αφήσει
Τόσα κούλουμα έχω ζήσει
Με πικ νικ μέσα στη φύση κι αετόοοοοο
Το φαί δεν είναι λύση
Η μουργέλα έχει νικήσει
Και το παιδικό μας κέφι έχει φύγει και αυτό....
 
Κι είναι μαύρη η Δευτέρα
Βρώμικη σκουληκαντέρα
Αχ να ήμουν στη Θαντέρα
Ν’αντηχούσαν οι Παντέρα
Προσφορά στο Μέταλ Έρα
Υποβόσκει μια ξενέρα
Στο παρίσι, φλωροκούλουμα παντούουουουου
 
Αλλά σήμερα είναι ωραία,
Μαζευτήκαμε παρέα,
Όλα είναι μια ιδέα τελικά...
Ένα γέλιο τι κοστίζει,
Κι όμως ναι, πόσο αξίζει
Όταν είσαι όλη μέρα βουτηγμένος στα σκατά...
 
Κοίτα τώρα απ’το μπαλκόνι
Ένα τρένο που ζυγώνει
Να μας πάει
Για τα κούλουμα
Του νου.........................................................
  

Καλή Σαρακοστή από τους Υπερόπτικ Σαρακάααστικ κχχχχχχ κχχχχχχχχχχχχχ
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.