Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Μπέργκμαν και Σεφερλής: αγεφύρωτα; δε νομίζω

Οι Hyperoptic πολλές φορές στο παρελθόν έχουν εξερευνήσει τα όρια της αναλογίας, για να καταλήξουν ως άλλοι Ουμπέρτοι ΄Εκοι ότι υπάρχουν αν και είναι προβληματικά (και δυσδιάκριτα). 
Αααχ αναλογία μεγάλε άγνωστε. Αναφωνούν συχνά οι Υπερόπτικ Σαρκάστικ όταν ανεβαίνουν στα υψίπεδα της νόησης για να σαλαγίσουν τα γελάδια των συλλογισμών. 
«Επί της ουσίας μπορούμε να συγκρίνουμε ο,τιδήποτε με ο,τιδήποτε» ψιθυρίζει το κλαρίνο του σχετικισμού στα παγωμένα αυτιά των Υπερόπτικ, ενώ οι Γκάιντες των μίζερων βεβιασμένων αποφάσεων σιγοκλαίνε στα βαλτοτόπια της βουκολικοφιλοσοφικής φιλαυτίας τους. 
Ολόκληρη η δομή του επιχειρήματος διαγράφεται σαν επίγευση από γιδοτύρι στα πεινασμένα ρουθούνια των Υπερόπτικ - μια οσμή από ξυνίλα και γαλατίλα διαπερνάει ως το μεδούλι κάθε έννοια-κλειδί, και ξεκλειδώνει παλιές ξαστοχισμένες θύμησες από την εποχή που οι Υπερόπτικ ζούσαν στο χωριό και ξύπναγαν στις 6 κάθε πρωί για να γεμίσουν το παλιό κανάτι με νερό από την πηγή, νερό κρυστάλλινο και ξενερωτικό που τους επέτρεψε να πλύνουν τόσες και τόσες φορές τις μαξιλαροϋπνοτσαλάκες και τα υπολείμματα βραδινών ονείρων από τη φάτσα τους.
Όλα μπορούν να γίνουν ένα στην πηχτή βλάχικη σούπα που εκτελεί χρέη εγκεφάλου στα πολυμορφικά καλειδοσκοπικά μυαλά των Υπερόπτικ. Η ασπρόμαυρη ακμαιότητα των σκληρών πλάνων της σουηδικής μπεργκμανικής θάλασσας συναντά το καμηλό σακάκι όπου ο Σεφερλής για να υποστηρίξει το ευφυές του λογοπαίγνιο έχει ράψει μια ράχη καμήλας και τότε όλα λάμπουν με την καθαρότητα μιας καλοκαιρινής μέρας σαν το χείμαρρο που παιχνιδίζει ανάμεσα στα χορτάρια ενώ τα βελάσματα των προβάτων πετάγονται χαρούμενα σα μικρές αναστοχαστικές αυθάδικες πορδές στα μούτρα της πολύβουης σιωπής της σκέψης.   
Όπως και νάχει οι Υπερόπτικ δεν ξεκαβαλάνε το υπέρλαμπρο άρμα των ελεύθερων συνειρμών τους παρά μόνο για να καβαλήσουν το ρυπαρό μονοπάτι της συνήθειας, αυτής που μας κάνει ανθρώπους.  
Και η γεφύρωση επέρχεται στο άσχετο, σα μια ξεκρέμαστη κατάφαση που αναμένει την ωρίμανσή της και ονειρεύεται τη δικαίωσή της όπως η μυζήθρα που στεγνώνει στο τυροκομιό, συντροφιά με άλλες μυζήθρες, αποβάλλοντας τα περίσσια ζουμιά και σκληραίνοντας μέρα με τη μέρα, ώστε να βρει κι αυτή  φιλόξενη στέγη στον ουρανίσκο του καλοφαγά.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Υπερόπτικ μέσα στον αγέρωχο σαρκασμό τους επιβεβαιώνουν το πανηγύρι του μεταμοντέρνου πατσά του πνεύματος - όπου στην αρχέγονη λίμνη αυγολέμονου αχνοφαίνονται τα στομαχάκια και τα ποδάκια - συσσωματώματα ιδεών ιδεολογημάτων και έξυπνων καλαμπουριώνε. Αλλά οι Υπερόπτικ ποτέ δε σταμάτησαν εκεί, στην επιβεβαίωση του είναι ως τέτοιου. Ήταν πάντα έξυπνα εκνευριστικά παιδιά που ρώταγαν και μάθαιναν, σήκωναν το χέρι και έλεγαν, διατύπωναν σπαστικές προφανείς αντιρρήσεις για να κολακεύσουν τους τύπους για τους οποίους τραγούδαγαν αργότερα, we don’t need no education. Και κάπου εκεί ή πολύ αργότερα, σε στιγμές μοναξιάς και αυτοαπαξίωσης, οι Υπερόπτικ ένιωσαν κ ενσωμάτωσαν μια για πάντα το διχασμό που τους υποχρεώνει σε αναγκαστική εξέλιξη, το ζιζάνιο που θα τους σιγοτρώει για πάντα. Δεν πρόκειται για λαμπερό breakthrough δεν είναι εύκολη διαπίστωση δεν είναι καμμένο αστείο δεν είναι κατίκι Δομοκού με επονομαζόμενη προστασία προέλευσης. Είναι η μικρή ενόχλα του ωτού, είναι η δυσκαμψία μας στη στάση του Λωτού, είναι τα μπιζέλια κάτω από το σλίπινγκ μπάνγκ του διπλανού, είναι που δεν έρχεται η ώρα φαγητού, είναι και οι λαχτάρες του αναστοχασμού.

Είναι που οι γέφυρες χτίζονται παντού, είναι που την χάσαμε την αίσθηση σκοπού
Είναι που το καμηλό είναι του κουτιού, είναι που φοβόμαστε και την οργή θεού
Είναι από χθες στην άκρη του γιαλού, 
Που κάθεται ο Μπέργκμαν με το σετ σκακιού, 
Θυμάται και δακρύζει παιάνες σουηδικούς, 
απλώνοντας σ’ορίζοντες υπαρξιακούς, 
Το είναι του το προτεσταντικό που δεν το βάζει ο νους
Οπότες τότε στη σκηνή σκάει ο Σεφερλής, να παίξει σκάκι με τον Ινγκμαρ ως πρωταθλητής, ο Ινγκμαρ διαλογίζεται σκηνές με σαλτιμπάγκους, ο Σεφερλής του λέει «καλό ε» και νικάει ρουά ματ στις τρεις κινήσεις με μια ναπολεόντεια τεχνική που του είχε μάθει ο Κασπάρωφ ως επιβάτης του ταξί το 1998 για να πληρώσει την κούρσα, τότε που τα ταξίμετρα επέτρεπαν ακόμα το κλέψιμο.
Ο Ινγκμαρ ξεσπάει σε υπαρξιακά κλάμματα πιο βουβά και από τα βράχια που τα σκάβει το κύμα μέρα με τη μέρα και κυρίως νύχτα με τη νύχτα, ενώ ο Σεφερλής σκύβει πάνω του και του λέει:

« Μην κλαις παππούλη… δεν είναι ότι δε θέλεις…. Δεν μπορείς να νικήσεις».

Και φεύγει χορεύοντας το χορό της νίκης και κάνοντας τζάμπα λογοπαίγνια στην πλάτη του πόνου. Ο Ινγκμαρ κοιτάει τη φιγούρα του να απομακρύνεται στον ορίζοντα και ακούει πλέον σαν αγκομαχητό των σκιών που κάποτε φώτισαν τις μέρες του τις άναρθρες κραυγές του Σεφερλή που ανακράζει με τα πενιχρά του αγγλικά «Λούζερ», «καλό έ» και διάφορα ακατάληπτα καταπληκτικά αστειάκια που χάνονται στη μετάφραση….

Οι Υπερόπτικ σέβονται το βουβό πόνο του Μπέργκμαν και κατεβαίνουν διακριτικά από το υψίπεδό τους στην παραλία, μαζεύουν τις πλακίτσες του Μάστερ Σεφερλή σαν πολύτιμα κοχύλια για να τα χαζέψουν με τις ησυχίες τους όταν αράξουν αργότερα, έχοντας πλέον μαντρώσει τα γίδια των ελεύθερων συνειρμών στη στρούγκα του ορθολογισμού για να απολαύσουν μια ήσυχη μέρα στο σπίτι παρέα με ντιβιντί και ταμπού με θρυλικά ζευγάρια όπως Μπόνι και Κλάιντ, Πάτρικ και Μπομπ, Γιν και Γιανγκ, μακριά από μεγάλες συγκρούσες και αφιλόξενες ακτές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.