Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

το κατσίκωμα του μαρσέλ ή: χάνοντας τον αναζητημένο χρόνο


Ο Υπερόπτικ έβαλε το ασημί κουταλάκι, που κάποτε είχε κλέψει από μια καφετέρια στη θεσσαλονίκη, στον καφέ, και ανακάτωσε τον αφρό. Το πασπαλισμένο κακάο έλυωσε με χάρη ανάμεσα στο αφρόγαλα και το μυρωδάτο απόσταγμα των κολομβιανών φρεσκοκαβουρδισμένων κόκκων, δημιουργώντας καφετιούς στροβίλους πάνω σε αφράτα λοφάκια φουσκωμένου γάλατος. Ο Υπερόπτικ ένιωσε τις ποζιτρονικές βελόνες που εκτελούν χρέη τριχός στα μετακυτταρικά του χέρια να σηκώνονται μία μία, θαρρείς για να χαιρετίσουν καθρεφτικά τις επίμονες κρούσεις ενός ανελέητου ήλιου που στις αρχές καλοκαιριού ακόμα έδειχνε τα δροσερά του δόντια, και ανακάτεψε άλλη μια φορά το αφρόγαλα αναδημιουργώντας τους ανάλαφρους στροβίλους που ακολούθησαν νωχελικά τις κινήσεις του κουταλιού όπως οι αμμόλοφοι το πρόταγμα κάποιου καυτού ανέμου στην έρημο.

Ανάμεσα στα χείλη του φλυτζανιού και τα δικά μου, χωράει όλος ο χαμένος χρόνος σκέφτηκε ο Υπερόπτικ και ετοιμάστηκε να χάσει άπειρο χρόνο παρατηρώντας τις λέξεις που άρχισαν να στροβιλίζονται στο μυαλό του ενώ σήκωνε το φλυτζάνι για να γευτεί τον καπουτσίνο του.

Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί το προυστιανό του χάσιμο στους γευστικοοσφρητικούς συνειρμικούς δρόμους του καφέ του, γιατί από το χωλ ακούστηκε ένα ρυθμικό τακ τακ τακ, που οι νωχελικά ηλιόλουστες συνάψεις του κουρκουτιασμένου υπεροπτικού εγκεφάλου του ερμήνευσαν - όχι χωρίς κάποιες συναισθηματικές αποχρώσεις σπασίματος νοερών αρχιδιών - ως ένα κάλεσμα σε κινητοποίηση, σε αναγκαστική εγκατάλειψη της απόλυτης πρωινής ηλιόλουστης ρούχλας στο μπαλκόνι και σε εισαγωγή σε μόουντ δραστήριας κοινωνικοποίησης, πράγματα που στο οριακά αυτιστικό σύστημα του φρεσκοξυπνημένου Υπερόπτικ δεν είναι λιγότερο ενοχλητικά από την αυγουστιάτικη μύγα που τείνει να βουτήξει τα ρυπαρά της τριχωτά πόδια στα διάφανα ρυάκια μελιού που κοσμούν την τραγανιστή βουτυρωμένη φρυγανιά ενός ανέμελου πρωινού πλάι σε κάποια θάλασσα.

Οπότε αφήνει ο Υπερόπτικ το φλυτζάνι στο τραπεζάκι, ξύνει τη μάπα του να φύγουν οι βραδινές μαξιλαριές, και σηκώνεται να ανοίξει την πόρτα.

Και τι να δει.

Ο Μαρσέλ.

Πούσαι ρε Μαρσέλ, στον ύπνο σου με έβλεπες; 

Ο Μαρσέλ. Ο Μαρσέλ που η χάρη με την οποία φορούσε το καπέλο του μπορούσε να συγκριθεί σε ανεπιτήδευτη κομψότητα μόνο με το ελάχιστο τσιγκέλι όπου κατέληγε το φροντισμένο γυαλιστερό του μουστάκι, θαρρείς και προοριζόταν σαν μια λεπτή κοσμική λαβίδα να αγκιστρώσει την ανεπαίσθητη ίνα που χωρίζει τα πράγματα από τις λέξεις, την παραίσθηση από το όνειρο, τον αναστοχασμό από τον αυνανισμό.  Ο Μαρσέλ που τράβηξε μια τζούρα, πήρε αργά το μισοτελειωμένο τσιγάρο από τα χείλη του, κοίταξε τον Υπερόπτικ με όσο αλάνι παπί είχε απομείνει στην καρδιά του από την επέλαση της φλωρογαλλικής δαντελοκέντητης κουλτούρας αιώνων από πάνω του, και είπε:

Ήρθα να μιλήσουμε για τον έρωτα και τον καπνό… ή τον καπνό και τον έρωτα… που είναι το ίδιο Υπερόπτικ.

Και πέταξε το τσιγάρο πίσω του στην ξύλινη σκάλα, το καπέλο του στο διάδρομο και προχώρησε με το λικνιστικό παρφουμαρισμένο του βήμα προς το μπαλκόνι, όπου μια από τις δυο συμμετρικές ψάθινες καρέκλες φιλοξενούσε δευτερόλεπτα πριν τον νωχελικό κώλο του Υπερόπτικ δίπλα στον -λίγο λιγότερο αχνιστό από ότι πριν- καφέ, του οποίο το αφρόγαλα είχε αρχίσει να ισοπεδώνεται από τη μάχη με τον αμφίθυμο τσιμεντένιο παρισινό ήλιο.

Πόσο αχάριστος φαντάζει στα μάτια μας ο Υπερόπτικ, που αντί να βάλει τη γεννήτρια των ιδεών στο 11 και να θρονιαστεί απέναντι στο Μαρσέλ για να απολαύσει την αρμένικη βίζιτά του, δείχνει να ταλαιπωρείται, ψιλοσπάζεται και ένα γενναίο φέησπαλμ τείνει να στολίσει την αγουροξυπνημένη του μάπα. 



Όμως ο Υπερόπτικ δεν έχει απέναντί του τον οποιονδήποτε συνομιλητή. Ο Μαρσέλ είναι ένας πραγματικός Σέρλοκ της υπαρξιακής λεπτεπίλεπτης αποκωδικοποίησης συναισθημάτων. Του αρκεί μια ελάχιστη αντανάκλαση στο τέλος ενός χαμόγελου για να βυθομετρήσει την αποστασιοποιημένη νοσταλγικά εξοργισμένη αυτοσυγκράτηση στον τρόπο που θραύσματα πληγωμένης αυταρέσκειας θα επιτρέψουν ή όχι στη φουρνάρισσα να απολαύσει και ένα δεύτερο μακαρόν με γεύση φυστίκι-μανταρίνι πριν σκουπίσει βιαστικά τα χέρια της στη δαντελένια ποδιά της για να σπεύσει να εξυπηρετήσει τον επόμενο πελάτη που η μυρωδιά του ζεστού βούτυρου τον έφερε ως τη τζαμένια πόρτα του μικρού της μαγαζιού. 

Το χοντροκομμένο φέησπαλμ του Υπερόπτικ φαντάζει τόσο γκροτέσκο για το αισθητικό σύστημα του Μαρσέλ που περνάει απαρατήρητο.

- έρωτας Υπερόπτικ. Νομίζω ερωτεύτηκα…. Αρχίζει χαλαρά ο Μαρσέλ να ξετυλίγει άλλο ένα συνειδησιακό νήμα που ποιος ξέρει πού θα βγάλει, σε τι συνειρμικές ξέρες θα ξεβράσει κουφάρια λέξεων και αισθημάτων, σε τι οσφρητικούς δαιδάλους θα διασταυρωθεί με την ανικανότητα της επιθυμίας και την καθολικότητα των παθών.

- πάω να φτιάξω καφεδάκι. Άραξε Μαρσέλ, λέει ο Υπερόπτικ χαμογελαστά και κατευθύνεται προς την κουζίνα, σκεπτόμενος ότι οι φίλοι πάνω απόλα, ας μην είμαστε τόσο μούχλες, άντε να χτυπάω αφρόγαλα πάλι, θα του κάνω στιγμιαίο καφέ, ντροπή όμως, άντε θα χτυπήσω αφρόγαλα, είναι και ψείρας θα το εκτιμήσει, ευτυχώς έχουνε μείνει μπισκότα από χθες, να πω στο Σαρκάστικ ότι έσκασε ο Προυστ κ να μου φέρει τσιγάρα, γιατί άμα κάτσουμε αποκλείεται να σηκωθούμε, καπνός και έρωτας, να δούμε πού το πάει πάλι, μην ξεχάσω να κλείσω το θερμοσίφωνο, ντάξει και να λουστώ αύριο δεν τρέχει τίποτα, ναι μωρέ αύριο θα λουστώ, στο κάτω κάτω δεν είμαι και σε απελπιστική κατάσταση, και τώρα που ήρθε ο άλλος σιγά μη βγω, ντάξει σιγά μην κυκλοφορώ και κυριλέ στο σπίτι μου, α τελειώνει η ζάχαρη, μαλακία, 

- και όχι απλά ερωτεύτηκα… νομίζω πως κλονίστηκε μέσα μου η ανάγκη για επιστροφή σε ό,τι ήταν για μένα τα πράγματα… ξέρεις, τα αντικείμενα… γκάριξε νοσταλγικά ο Μαρσέλ από τη βεράντα.

- καλή φάση ρε Μαρσέλ, φώναξε και ο Υπερόπτικ χτυπώντας το γάλα με ένα τούρμπο μιξεράκι του φραπέ που κάποτε έδωσε δώρο το ELLE. Τώρα, έρχομαι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.