Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Μπότες, σπηρούνια και χοντρές βδέλλες. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ


Ψάχνω το γερο μπόμπ, έκραξε ο καβαλάρης από τη μέση του σαλούν. Τα σπηρούνια του είχαν σταγόνες από φρέσκο αίμα και τα λιοκαμένα του μάγουλα μαρτυρούσαν πόσους επικυρηγμένους είχε πάρει στο λαιμό του, τότε το 19 πριν το εμπάργκο της αγελάδας στο Κάρσον Σίτυ.

- ο γερο μπόμπ έχει να φανεί κάτι χρόνους από δω, είπε ο κουλός Τζέημς και έφτυσε τον κόρφο του. Ποιός τον ζητάει; είπε και κοίταξε την τραχιά αλογίσια χαίτη του καβαλάρη. 

- κάποιος που γυρνάει το γουέστ δεκατρία χρόνια τώρα για να τον βρει… είπε ο καβαλάρης και κάτι έσπασε μέσα του. Έκανε μερικά βήματα τρεκλίζοντας κι έπειτα γονάτισε δίπλα από μια καρέκλα κι έβγαλε το καπέλο του. Ο αέρας μύριζε σκόνη. Το ξεκούρδιστο πιάνο αγκομαχούσε κάτω από τα χοντροδάχτυλα του Σαμ, και οι κοπέλες στη σκάλα τσουρομαδιόντουσταν χαριτωμένα… ο καβαλάρης ένιωσε πιο μόνος από ποτέ μέσα στο χαμό του σαλούν. Πήρε ένα ποτήρι που βρήκε πάνω στο τραπέζι και το κατέβασε μονομιάς.
- κατάρα…. Το πιο άθλιο ουίσκι δυτικά του Μισισσιπή….
- Πώώώώώώώς είπατε; άκουσε μια συριστική φωνή να τρυπάει το τύμπανό του από την άλλη άκρη της αίθουσας όπου βρισκόταν το μπαρ.
- τι είπα; εγώ….
- είπες ότι δε σ’αρέσει το ουίσκι του όμορφου Μπιλ; Αυτό είπες μαλάκα; ούρλιαξε ένας πελώριος τύπος με μάτια τρελού φονιά καθώς ορμούσε προς το μέρος του πηδώντας την μπάρα.

Ο καβαλάρης δεν κιότεψε. Κοίταξε την κινούμενη απειλή και μίκρυνε τα μάτια του σαν να ήθελε να ζυγιάσει τον κίνδυνο. Έπειτα φώναξε με στεντόρεια φωνή και ατόφιο μίσος:

- Λέω ότι το ουίσκι σου δεν πίνεται, ΜΑΛΑΚΑ!!!!!!!!!!!!!!!!΄
- τί είπες ρε  μαλάκα;
- αυτό που άκουσες παπαρα
- πάρτο πίσω ρε γαμιόλη
- όχι ρε γαμημένε
- ΠΑΡΤΟ ΠΙΣΩ ΡΕ ΑΡΧΙΔΙ
- όχι ρε 
- γιατί ρε;
- γιατί το ουίσκι σου είναι ένα ξέρασμα από τα λίγα ρε
- το ουίσκι μου για πέταμα; το ουίσκι μου που το φτιάχνω από τα τσάμπουρα που πετάει ο γερο μπομπ στα γουρούνια του Τζακ του κουφού;

Ο καβαλάρης στο άκουσμα της λέξης «μπομπ» κατέβασε το κολτ του και μαλάκωσε άξαφνα τη φωνή του.

- ξέρεις το γερο μπομπ;
- κι εσένα τι σε κόφτει; ρώτησε καχύποπτα ο μπάρμαν. 
- είμαι ο γιος του… Τον ψάχνω χρόνια τώρα, είπε ο καβαλάρης και έστρεψε το λυπημένο του βλέμμα προς τον εαυτό του.

Ο μπάρμαν σάστισε.

- δεν το ήξερα ότι ο λεχρίτης έχει παιδιά… είπε ήρεμα. 
- ίσως να μην το ξέρει ούτε εκείνος, έκανε ο καβαλάρης σκεφτικά.
- αυτό θα το δούμε, έκανε ο μπάρμαν. Αν ήρθες ως εδώ θα σε βοηθήσω. Θα σε πάω στο μπομπ. Αλλά πρώτα θέλω να πάρεις πίσω αυτό που είπες για το ουίσκι μου. Κάντο για τον πατέρα σου. Σκέψου ότι αυτό το ουίσκι το έχω σαν παιδί μου. Έρχονται γελαδάρηδες από τη Γιούτα στο σαλούν μου, μόνο και μόνο για να το δοκιμάσουν - και το ζητάνε με τ’όνομά του, το ουίσκι του Μπίλ του όμορφου.

- όμορφε Μπιλ… έκανε ο καβαλάρης περιπαιχτικά. Κάλλιο να μου πάρουν το σκαλπ παρά να πω ψέμματα για το πιοτί που βάζω στο στόμα μου. Το ουίσκι σου βρωμάει όμορφε Μπιλ. Πιο πολύ και από σκατό βίσωνα. Να τι κάνω εγώ στο ουίσκι σου, είπε και άδειασε επιδεικτικά το μπουκάλι στο ξύλινο πάτωμα.

Ο μπάρμαν δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Κάρφωσε με τα σκληρά του μάτια τον καβαλάρη για ένα ατέλειωτο λεπτό. Μια παγερή ησυχία απλώθηκε στο σαλούν. Όλοι κράτησαν την αναπνοή τους - ακόμα και ο κουλός Τζέημς σταμάτησε να ξύνει το λιγδωμένο του αυτί και κοντοστάθηκε σα ζώο που οσμίζεται τον κίνδυνο στον αέρα.  

- μικρέ….  Μ’αρέσεις μικρέ, έσπασε τη σιωπή ο μπάρμαν με ένα τεράστιο χαμόγελο. Μ’αρέσεις γιατί έχεις τα κότσια του πατέρα σου. Σέλωσε τ’άλογό σου μικρέ. Θα σε πάω στο γερο μπόμπ, είπε και βγήκε έξω χωρίς να κοιτάξει πίσω του.

Ο Υπερόπτικ κοίταξε τους δυο άντρες να βγαίνουν και έριξε ένα πικρό αναστοχαστικό χαμόγελο στον ίδιο του τον εαυτό. 
- Χα… sic transit gloria mundi… 
- τι είπες Υπερόπτικ; ρώτησε ο Σαρκάστικ επιστρέφοντας από το μπαρ με δυο μισογεμάτα ποτήρια ουίσκι.
- αναρωτιέμαι Σαρκάστικ… 
- για την κεραμίδα που περιμένει τον όμορφο Μπιλ; έκανε ο Σαρκάστικ κεφάτα.
- όχι… λέω… μήπως έπρεπε να πούμε την αλήθεια στον όμορφο Μπιλ… στο κάτω κάτω οι συνθήκες είναι εξαιρετικές…
- την αλήθεια; τρελάθηκες; μα κανείς δεν πρέπει να μάθει την αλήθεια, είπε ο Σαρκάστικ και κατέβασε το ουίσκι του πνίγοντας μια έκφραση σιχαμάρας.
- τι να πω Σαρκάστικ… καμιά φορά αναρωτιέμαι αν όλη αυτή η ιστορία θα μας βγάλει σε καλό… έκανε ο Υπερόπτικ και κοίταξε το άθλιο υγρό στο θολό ποτήρι. 
- μέχρι οι βίσωνες να βγάλουν φτερά και ο άγριος Ρόντρικ να ξαναγυρίσει στο λόφο, το ξέρεις καλά ότι έχουμε υπογράψει συμβόλαιο αίματος με το γερο μπομπ. Τσιμουδιά σε κανέναν Υπερόπτικ.
- τσιμουδιά σε κανέναν… έγνεψε ο Υπερόπτικ θαρρείς για να πείσει τον εαυτό του και κατάπιε μονομιάς το ουίσκι του. Κι έπειτα κοίταξε τα σύννεφα που πύκνωναν πάνω από το βουνό και θυμήθηκε τη μέρα, ακριβώς έξι μήνες πριν, που οι τρεις τους, ο Υπερόπτικ, ο Σαρκάστικ κι ο γερο μπομπ, μετά από τρία μερόνυχτα ατέλειωτου πιώματος σφράγισαν τη φιλία τους με αίμα ταύρου και ορκίστηκαν να φυλάξουν το μυστικό.
- τσιμουδιά Υπερόπτικ… τσιμουδιά, έκανε ο Σαρκάστικ και σηκώθηκε να ξαναγεμίσει τα ποτήρια στο μπαρ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.