Με μια επίκληση στη μούσα τη γενέθλιο νύχτα του σαρκάστικ άρχισαν όλα. Φωτιές άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του και να συναντούν τα υδάτινα πόδια του, και μικρά έντομα ανέβαιναν βουνοκορφές σάρκας με επιθανάτιο ρόγχο, εκτός από μένα κανείς δε θα μείνει φώναξε.
Και τι σημασία έχει που δεν έχει σημασία, ένα κι ένα κάνουν δύο, τόχω ξαναπεί.
Από κάποια ταράτσα φώναξα ένα καλοκαιρινό βράδι “χριστός ανέστη” και έχω να μιλήσω από τότε.
Δεν ξέρεις πού πάνε τα τέσσερα, του είπε ο άλλος. Τα μούτρα σου τρως στις ταράτσες που ανεβαίνεις και νομίζεις ότι ζεις τον αμερικανικό νότο. Πούτσες πάντα ξένος ήσουνα, πάντα ξένος θάσαι.
Το ξέρω απάντησε. Και τα πόδια του άρχισαν να μεγαλώνουν σε θερμότητα και ύψος ώσπου πέρασε το όριο του κτηρίου και ανέβαινε ακόμα, έφτασε στο σύννεφο και τούκανε ένα γλυκερό “μπλίνκ” σπάζοντάς το στα τέσσερα με μια καρφίτσα.
Έπειτα έπεσε ανάποδα σαν άγγελος, και ακόμα πέφτει σλόου μο ενώ τα δέντρα αρχίζουνε την εκρίζωση του εδάφους με αεικίνητα πόδια, δυνατές δαγκάνες και στόματα που γαμάνε το χώμα αντί να κάτσουν να πεθάνουν να γίνουνε πέτρα.
πεφτει υπεροπτικ 2013 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.